Η προσφυγική κρίση και το μεταναστευτικό επανέφεραν παλιούς διχασμούς και δημιούργησαν νέους ανάμεσα στη «Δύση» και την «Ανατολή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο πέρα από τις επιφανειακές ετικέτες των ΜΜΕ;
Θα υποστηρίξω δυο πράγματα: ότι οι διαφορές είναι και συστημικού, αλλά και τοπικού χαρακτήρα. Πιστεύω ότι αντιμετωπίζουμε μια κρίση του μοντέλου μετασχηματισμού η οποία έχει ενισχυθεί από την κρίση του 2008. Όλο αυτό έχει προκαλέσει εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις, αλλά και βαθιές διαρθρωτικές ανισότητες σε επίπεδο ευρωπαϊκής γεωπολιτικής.
Η ένταξη της «Ανατολικής Ευρώπης» στην ΕΕ δεν ήταν αποτέλεσμα μιας κανονικής και σύμμετρης διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, οι χώρες που αποτέλεσαν αντικείμενο εξευρωπαϊσμού, η σχέση των οποίων με τη Δύση ήταν ανάλογη με τη σχέση μαθητή-δασκάλου, συνέχισαν να διατηρούν το προφίλ των χωρών της ημιπεριφέρειας. Επιπλέον, ανοίχτηκαν σε μια οικονομική, πολιτική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση άνευ ορίων. Η διαδικασία της ένταξής τους είχε ανέκαθεν ισχυρό το στοιχείο της μίμησης, που είναι χαρακτηριστικό των χωρών της ημιπεριφέρειας.
Η κρίση του 2008 αντιμετωπίστηκε με βάση την τρέχουσα λογική και με την αναπόφευκτη εξάντληση του αφηγήματος για τον μετασχηματισμό της Τσεχίας και, σε ένα βαθμό, της κεντροευρωπαϊκής πολιτικής. Το αφήγημα αυτό σχετιζόταν με την ιδέα της «επιστροφής στην Ευρώπη»: ήταν ένα ισχυρό σχήμα το οποίο κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο μεταξύ του 1989 και του 2004. Η ασύμμετρη φύση της ένταξης κατέστησε αδύνατο οποιονδήποτε διάλογο περί της έννοιας «Ευρώπη» σε μια ήπειρο που εμφανίζει τόσες πολλές διαφορές.
Το μοντέλο μετασχηματισμού/εκσυγχρονισμού βασίστηκε σε έναν εγγενή κεντροευρωπαϊκό νεοφιλελευθερισμό. Η αγορά δοξάστηκε ως η ραχοκοκαλιά μιας νέας, δημοκρατικής κοινωνίας που απαρτίζεται από ελεύθερα και ανταγωνιστικά άτομα. Σε αυτή την κοινωνία η αλληλεγγύη αποτελεί ξεπερασμένο απομεινάρι του κομμουνιστικού συστήματος. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τη σκοτεινότερη πλευρά του μετασχηματισμού –αναδυόμενες κοινωνικές ανισότητες, ανεργία και φτώχια-, ή, όταν το έκαναν, χρησιμοποιούσαν μια γλώσσα η οποία ενοχοποιούσε τη φτώχια και εξατομίκευε τα όποια συστημικά προβλήματα (όπως η ανεργία). Αυτή η σιωπή που συνδέεται με συγκεκριμένη ιδεολογία, επέφερε τις δικές της συνέπειες οι οποίες αποκαλύφθηκαν με πολύ δυσάρεστο, αλλά και αναπόφευκτο τρόπο.
Η οικονομική κρίση του 2008 αποδείχθηκε πολύ ισχυρός δείκτης της ιδεολογικής κρίσης που χαρακτηρίζει τη δυτική ηγεμονία.
Τα ηγεμονικά μοντέλα καταρρέουν πάντα από τα έξω. Για παράδειγμα, η τρέχουσα συζήτηση στην Τσεχία για τη μετανάστευση και την ευρωπαϊκή πολιτική των ποσοστώσεων, που πήρε μάλλον ζοφερή τροπή, ενέχει ένα εντυπωσιακό κράμα μίμησης και χειραφέτησης το οποίο έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητο από τις πολυάριθμες κριτικές που έχει δεχτεί.
Πρώτα απ’ όλα, ο δημόσιος διάλογος στην Τσεχία για τη μετανάστευση συνδέεται πολύ στενά με εμπειρίες που δεν είναι αυθεντικές, αλλά είναι εισαγόμενες από δυτικοευρωπαϊκές χώρες, πολλές εκ των οποίων είναι πρώην ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Για να το πω πιο ωμά, η τσεχική κοινωνία είναι ακόμη, σήμερα, μια κοινωνία λευκών που υιοθετούν μια μιμητική στάση απέναντι στην ξενοφοβία και την ισλαμοφοβία, διογκώνοντας υπερβολικά το τσεχικό φαντασιακό. Όμως, είναι πια σαφές ότι η Δύση δεν αποτελεί πλέον παράδειγμα μίμησης, γιατί το δυτικό μοντέλο μετανάστευσης και ενσωμάτωσης αποδείχθηκε παράδειγμα προς αποφυγή. Οι Τσέχοι αντιμετωπίζουν όλο και πιο επιφυλακτικά την εμπειρία της Δυτικής Ευρώπης. Τη στάση αυτή εκμεταλλεύεται ο εθνικός λαϊκισμός διατυπώνοντας ευρωσκεπτικιστικά επιχειρήματα και επαναφέροντας στον δημόσιο λόγο τις έννοιες της εθνικής κυριαρχίας και της ταυτότητας. Η σύνδεση της στάσης απέναντι στη μετανάστευση με τον λαϊκισμό –έναν λαϊκισμό που είναι πολιτικά ρηχός- καταδικάζει σε αποτυχία κάθε μορφή χειραφέτησης.
Η σκοτεινή πλευρά του μετασχηματισμού είναι ένα κράμα πολιτικής αποξένωσης, έλλειψης εμπιστοσύνης και εγωτικού ατομικισμού, μια ιδεολογία με ισχυρή παρουσία τα τελευταία 26 χρόνια, όχι μόνο στην τσεχική κοινωνία, αλλά και σε άλλες χώρες. Έχουν απομείνει μόνο λίγα στοιχεία συλλογικής αλληλεγγύης που συνδέονται με την τοπική εκδοχή του εθνικισμού ο οποίος προσπαθεί να υπερβεί τις ασυνέχειες της τσεχικής ιστορίας. Αυτό το είδος εθνικισμού έχει σχηματίσει τοπικές εθνικές ταυτότητες και στηρίζεται ευρέως στο ιδανικό της αρμονίας μεταξύ του κράτους και του εθνοτικά ομοιογενούς έθνους. Και, όπως και σε άλλες χώρες, έτσι κι εδώ ο εθνικισμός έρχεται σε σύγκρουση με το υπερεθνικό σχέδιο της ΕΕ.
Εν ολίγοις, οι τοπικές διαφορές έχουν σημασία. Οποιαδήποτε προσπάθεια να ορίσουμε τις διαφορές αυτές απλουστευτικά, ως ζήτημα αξιών, επιδεινώνει το πρόβλημα. Η Κεντρική Ευρώπη δεν έχει ανάγκη από το πατερναλιστικό κήρυγμα της Δύσης. Έχει ανάγκη να αντιμετωπίσει τους δικούς της δαίμονες και να βρει ένα καινοτόμο και θετικό όραμα για το μέλλον. Στην ουσία, αυτό δεν αφορά μόνο τη Δημοκρατία της Τσεχίας ή την Κεντρική Ευρώπη. Αφορά ολόκληρη την Ευρώπη. Μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι το πεδίο μάχης της σύγκρουσης για το μέλλον ορίζεται με όρους πολιτισμικού πολέμου και με τη χρήση του πολιτικού λαϊκισμού. Και αυτό, σίγουρα, δεν κάνει καλό σε κανέναν στην Ευρώπη.