Η απάντηση που δίνουμε προκύπτει από την εξέταση τριών ζητημάτων:
Πρώτον, πρέπει να εξηγηθεί από πού θα προέλθουν τα χρήματα που ανακοινώθηκαν. Το σχέδιο επιδιώκει να κινητοποιήσει πρόσθετες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία για τα επόμενα τρία χρόνια. Αναμένει ότι ο πολλαπλασιαστής μόχλευσης θα είναι 15, έτσι ώστε τα 21 δις ευρώ-εκ των οποίων μόνο τα 13 δις ευρώ είναι πραγματικό χρήμα-να μετατραπούν σε ένα επενδυτικό σχέδιο 315 δις ευρώ. Ο Γιούνκερ δήλωσε ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου στηρίζεται στην «κινητοποίηση όλων των πόρων και όλων των ενδιαφερομένων». Αλλά αυτή η δήλωση ούτε υπεύθυνη είναι ούτε σοβαρή, αφού ο υπολογισμός που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζεται στις δικές τις αναπόδεικτες υποθέσεις.
Δεύτερον, το σχέδιο Γιούνκερ προσπαθεί να εξηγήσει πώς θα κατανεμηθούν τα χρήματα. Ο στόχος είναι, όπως ισχυρίζεται, να «διορθωθούν οι ανεπάρκειες της αγοράς»-οποία παραχώρηση!-και να υπάρξει προσφορά νέων προϊόντων. Τα βασικά στοιχεία των οικονομικών της προσφοράς δεν αμφισβητούνται, αν και ο ίδιος ο Γιούνκερ υπονοεί ότι εξακολουθεί να υπάρχει «αδύναμη ζήτηση»-για την αύξηση της οποίας δεν προβλέπεται ούτε ένα μέτρο. Οι χώρες της ΕΕ θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους με τη συμμετοχή τους σε μια κούρσα για την απόκτηση επιδοτήσεων, χωρίς να υπάρχει μια ευρωπαϊκή κατεύθυνση προς επενδυτικά σχέδια που πρέπει να χρηματοδοτηθούν. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο αυτού που πρέπει να γίνει-να ληφθούν μέτρα που θα προωθήσουν επενδύσεις κοινωνικά χρήσιμες και οικολογικά αναγκαίες, που θα αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως ένα συνεκτικό όλον στο οποίο θα εφαρμόζεται ένας χωρικός σχεδιασμός, με στόχο τον έλεγχο των φυσικών ροών στην ήπειρό ώστε να μειωθούν οι αυξανόμενες ανισότητες.
Τρίτον, το σχέδιο έχει στόχο «να κάνει την Ευρώπη πιο ελκυστική στους επενδυτές». Αναρωτιόμαστε μήπως αυτή είναι η πραγματική ουσία του. Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει πράγματι ότι είναι αναγκαία μια ευρωπαϊκή, βιομηχανική και επενδυτική πολιτική, η βασική προτεραιότητά της παραμένει «να δημιουργήσει ένα καταλληλότερο περιβάλλον για επενδύσεις», που με τη σειρά του προϋποθέτει «μια ένωση των κεφαλαιαγορών» τα αποτελέσματα της οποίας μπορούν ήδη να προβλεφθούν βάσει των προηγούμενων και συνεχιζόμενων κρίσεων. Επίσης το σχέδιο θα «απομακρύνει τα εναπομείναντα εθνικά ρυθμιστικά και μη ρυθμιστικά εμπόδια σε όλους τους τομείς (ενέργεια, επικοινωνίες, ψηφιακές τεχνολογίες, μεταφορές), καθώς και τα αντίστοιχα εμπόδια που υπάρχουν σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό είναι απολύτως συνεπές με την επιθυμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να υπογραφούν οι συμφωνίες ελεύθερων εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, που αποτελούν αυτή την περίοδο αντικείμενο διαπραγματεύσεων: την TTIP, την CETA και την TISA.
Εν ολίγοις, το αποτέλεσμα του σχεδίου Γιούνκερ θα είναι ακόμα μεγαλύτερος ανταγωνισμός, ακόμα μεγαλύτερη αποδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, ακόμα περισσότερος ανταγωνισμός μεταξύ λαών και ακόμα μεγαλύτερο δημοσιονομικό και κοινωνικό ντάμπινγκ-δηλαδή θα έχει όλα εκείνα τα συστατικά που είναι αναγκαία για μια πολύ μεγάλη αύξηση της φτώχειας, της αδικίας, των ανισοτήτων και της διαίρεσης της Ευρώπης. Πρόκειται για τη συνέχιση και την εμβάθυνση των επικίνδυνων πολιτικών που εφαρμόζονται εδώ και τριάντα χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να βοηθά τους βιομήχανους-όχι την ανάπτυξη της βιομηχανίας.