Ενόψει των σημερινών προκλήσεων, η ΕΕ βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Το αν στο μέλλον εξελιχθεί σε έναν νέο τύπο ζώνης ελεύθερων συναλλαγών ως κοινοπραξία ισχυρών εθνών-κρατών, ή αν θα παρεμβαίνει στις παγκόσμιες συγκρούσεις ως ανεξάρτητος παίκτης, θα εξαρτηθεί πολύ από τις συντηρητικές δυνάμεις που συγκροτούν τη μοναδική ισχυρή πολιτική ομάδα στην ΕΕ.
Οι συντηρητικοί έχουν την πλειοψηφία στα τρία κεντρικά θεσμικά όργανα της ΕΕ: στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εκπροσωπούνται από πάνω από δέκα αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων, έχουν δέκα από τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου της, και κατέχουν τα κρίσιμα τμήματα της οικονομίας, του εμπορίου, των μεταφορών και της εσωτερικής αγοράς, τα οποία, σε συντονισμό με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μπορούν να προωθήσουν στρατηγικές πρωτοβουλίες που θα αποτελέσουν νομικά προηγούμενα. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι συντηρητικοί εντάσσονται σε δυο ομάδες: στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) το οποίο συγκεντρώνει χριστιανοδημοκρατικά, αστικά συντηρητικά και εθνικά συντηρητικά κόμματα, και στην Ομάδα Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ΕΣΜ), η οποία ιδρύθηκε το 2009, υπό την ηγεσία των Βρετανών Συντηρητικών και του πολωνικού εθνικού συντηρητικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS). Η ομάδα περιλαμβάνει ευρωσκεπτικιστικά και, εν μέρει, δεξιά λαϊκιστικά κόμματα.
Τα ισχυρότερα κόμματα εντός του ΕΛΚ είναι το Χριστιανοδημοκρατικό (CDU) της Γερμανίας, με 23 ευρωβουλευτές, το Λαϊκό Κόμμα Ισπανίας (PP) με 13, η πολωνική Πλατφόρμα Πολιτών (ΚO) και το ουγγρικό FIDESZ, με 12 βουλευτές το καθένα (σε σύνολο 187 ευρωβουλευτών).
GUE / NGL: Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά/Βόρεια Πράσινη Αριστερά (ριζοσπαστική Αριστερά), S&D: Προοδευτική Συμμαχία των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (σοσιαλδημοκράτες), G/EFA: Πράσινοι/Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία, RE : Ανανεώστε την Ευρώπη (φιλελεύθεροι), EPP: Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (συντηρητικοί), ECR: Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (Δεξιά), ID: Ταυτότητα και Δημοκρατία (Δεξιά) , NI: Μη εγγεγραμμένοι (ανεξάρτητα μέλη).
Σημείωση: Συμπεριλαμβάνεται μια ακόμη ισπανική έδρα, προς το παρόν κενή (μετά την ανακατανομή των εδρών μετά το Brexit) (20/6/2020).
Πηγή: Sanja Kaltenbrunner-Jelic/transform! europe
Στην Ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ΕΣΜ), κυριαρχεί το Κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) της Πολωνίας, με 25 ευρωβουλευτές (σε σύνολο 62). Ακολουθούν, με απόσταση, τα ακροδεξιά κόμματα της Ιταλίας και της Ισπανίας Fratelli d’Italia και VOX , καθώς και το ODS της Τσεχίας.
Πηγή: Sanja Kaltenbrunner-Jelic/transform! europe
Οι ευρωεκλογές του 1999 ανέδειξαν το ΕΛΚ -που εκείνη την εποχή είχε συμμαχήσει με την ομάδα των Ευρωπαίων Δημοκρατών, της οποίας ηγούνταν οι Βρετανοί Τόρις- στην ισχυρότερη ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου, για πρώτη φορά. Το ΕΛΚ συγκέντρωνε τότε το 37% των εδρών, με 295 ευρωβουλευτές. Μετά το Brexit και την ανακατανομή των κενών ερδών, το ΕΛΚ έμεινε με 187 ευρωβουλευτές. Η δεύτερη συντηρητική ομάδα, οι ευρωσκεπτικιστές εθνικοί συντηρητικοί Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ΕΣΜ), έχει μόνο 62 ευρωβουλευτές, αποτελώντας τη δεύτερη μικρότερη ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου.
Αυτή η εξέλιξη θα έχει άμεσο αντίκτυπο στους πιθανούς σχηματισμούς πλειψηφιών εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις εκλογές του 2019, οι δύο μεγάλες ομάδες, οι συντηρητικοί του ΕΛΚ και οι σοσιαλδημοκράτες της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών -αμφότερες των οποίων επηρεάζονταν έντονα από τα αντίστοιχα γερμανικά κόμματα μέλη τους, το CDU/CSU και το SPD- απέσπασαν για πρώτη φορά λιγότερες από το 50% των εδρών του Ευρωκοινοβουλίου και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν σαν άτυπος «μεγάλος συνασπισμός», όπως έκαναν στο παρελθόν. Και οι δυο ομάδες έχασαν σχεδόν 20% των εδρών που είχαν λάβει στις εκλογές του 2014. Στην περίπτωση του EΛΚ, η απώλεια υπερβαίνει το 30%, σε σχέση με το 2009. Η κατάρρευση του ΕΛΚ συνέβη σε όλη την ΕΕ, αλλά το μέγεθός της καθορίστηκε, εν τέλει, από τις αλλαγές στο κομματικό τοπίο της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πολωνίας. Στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αυτές οι απώλειες δεν μπορούν να αντισταθμιστούν -όπως γινόταν συχνά στο παρελθόν- από τους ευρωσκεπτικιστές εθνικούς συντηρητικούς της ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (EΣΜ), καθώς η επιρροή τους έχει επίσης μειωθεί με τα χρόνια. Οι έδρες των εθνικιστικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων στα δεξιά των EΣΜ έχουν υπερδιπλασιαστεί. Αυτή η αύξηση οφείλεται και στις ανακατατάξεις που έγιναν μεταξύ των ευρωομάδων. Έτσι, το 2019, κάποιοι ευρωβουλευτές από το Λαϊκό Κόμμα Δανίας, το γερμανικό Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), και το φινλανδικό Αληθινοί Φινλανδοί, εγκατέλειψαν την ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών και δημιούργησαν μια ιδιαίτερα ισχυρή ακροδεξιά ομάδα με το όνομα: Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID). Αυτές οι ανακατάξεις μεταξύ των ομάδων δεν έχουν τελειώσει και θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να απειλήσουν την ύπαρξη της ευρωομάδας των EΣΜ.
Ως αποτέλεσμα, οι δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαμορφώνουν τρεις διαφορετικές τάσεις: α) το συντηρητικό ΕΛΚ με τον παλαιόθεν εταίρο του, τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, δεν είναι πλέον ικανό να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, β) οι δυο οικογένειες φιλοευρωπαϊκών κομμάτων η σχετική βαρύτητα των οποίων έχει αυξηθεί, οι φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι, ασκούν έντονες πιέσεις για εμβάθυνση της διαδικασίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και, γ) τα εθνικιστικά, αντιδημοκρατικά και αντιευρωπαϊκά κόμματα έχουν αποκτήσει σημαντική επιρροή στο Κοινοβούλιο.
Οι ευρωπαϊκές γραμμές σύγκρουσης και οι νέες ρωγμές
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να διακρίνουμε τρία πιθανά σενάρια αναφορικά με την εξέλιξη της ΕΕ: Πρώτον, ένα σενάριο τύπου «μια από τα ίδια» με καθαρές μετατοπίσεις προς τα δεξιά, ειδικά στις πολιτικές για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, αλλά και στην πολιτική για την ασφάλεια. Δεύτερον, την ανάπτυξη ισχυρών εθνικών κρατών εντός μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου και, τρίτο πιθανό σενάριο: η ΕΕ να γίνει ανεξάρτητος πρωταγωνιστής, οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά.
Αν οι συντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες τηρήσουν την αρχή τους να μη συνεργαστούν με την εθνικιστική δεξιά εξτρεμιστική ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία, είναι απίθανο να μπορέσουν να σχηματίσουν πλειοψηφία με τις κομματικές οικογένειες που είναι πιο κοντά σε αυτούς. Συγκεκριμένα, οι αριθμοί δεν βγαίνουν ούτε για μια πλειοψηφία συντηρητικών-φιλελευθέρων-Πρασίνων, ούτε για μια συμμαχία συντηρητικών-εθνικών συντηρητικών-εθνικιστών. Οι συντηρητικοί μπορούν να σχηματίσουν πλειοψηφία μόνο αν συμμαχήσουν με τους σοσιαλδημοκράτες και μια ακόμα κομματική οικογένεια.
Παράλληλα με τις ανακατατάξεις μεταξύ των ομάδων, διεξάγονται και συγκρούσεις μέσα σε αυτές. Έτσι, οι φιλελεύθεροι συντηρητικοί που, σαν τους συντηρητικούς του Λουξεμβούργου, προωθούν την εμβάθυνση της ΕΕ σύμφωνα με τις φιλελεύθερες οικονομικές ιδέες του Mακρόν, συγκρούονται με συντηρητικούς σαν τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες (CDU), οι οποίοι απορρίπτουν οποιαδήποτε περαιτέρω κοινοτικοποίηση των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών, των πολιτικών για το άσυλο και τους πρόσφυγες, και πάνω απ’ όλα την κοινωνική σύγκλιση των χωρών της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, οι φιλελεύθεροι συντηρητικοί υποστηρίζουν τις προτάσεις των τελευταίων για τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού. Το ίδιο ισχύει και για τους εθνικούς συντηρητικούς της ευρωομάδας ΕΣΜ, όπως το πολωνικό κόμμα Νόμος και Τάξη, που επιμένουν στην ιδέα της εθνικής κυριαρχίας και είναι πάρα πολύ κριτικοί απέναντι στην επέκταση των κοινοτικών πολιτικών της ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζουν τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού, στο βαθμό που δεν θα είναι ανταγωνιστικός προς το ΝΑΤΟ.
Το συγκεκριμένο σημείο σύγκρουσης καθιστά σαφές ότι οι απόψεις για τον ρόλο της ΕΕ, τις διεθνείς εξελίξεις ή τους παγκόσμιους παίκτες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα ή η Ρωσία, εξαρτώνται πολύ από παράγοντες όπως: η εθνική ιστορία, το μέγεθος και η γεωγραφική θέση των χωρών, η πολιτική και οικονομική τους θέση εντός της ΕΕ. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι αν το εκάστοτε κράτος έχει ρόλο «κεντρικού κράτους» της ΕΕ, ή εκείνον μιας περιφερειακής χώρας, ή αν είναι κράτος χρηματοδότης ή κράτος παραλήπτης χρημάτων στο πλαίσιο της ΕΕ. Είναι σαφές ότι το «εθνικό συμφέρον» επικαλύπτει επανειλημμένα τα συμφέροντα των κομματικών οικογενειών, βρίσκεται εν μέρει σε σύγκρουση με αυτά, και προωθεί ή εμποδίζει -ανάλογα- τον εξευρωπαϊσμό. Ταυτόχρονα, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων επηρεάζονται και από τις νέες εσωτερικές διακρατικές συμφωνίες της ΕΕ που εξυπηρετούν μεμονωμένα εθνικά συμφέροντα. Για παράδειγμα, οι χώρες του Βίζεγκραντ απορρίπτουν συλλογικά κάθε ευρωπαϊκή ρύθμιση της πολιτικής για τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες. Η Ομάδα των Δεκαέξι, στην οποία ανήκουν πέντε βαλκανικές χώρες, ένδεκα χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και πλέον και η Ιταλία, παίρνουν δικές τους πρωτοβουλίες απέναντι στην πολιτική της Κίνας. Οι χώρες της λεγόμενης «Χανσεατικής Ένωσης», οι οποίες θεωρούν ότι είναι «καλές νοικοκυρές», απορρίπτουν οποιαδήποτε αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ και τη χαλάρωση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ή την κοινοτικοποίηση των χρεών των κρατών. Τα πεδία σύγκρουσης γίνονται όλο και πιο περίπλοκα. Τα ρήγματα εντός της ΕΕ, αλλά και εντός της οικογένειας των συντηρητικών, γίνονται όλο και πιο διαφοροποιημένα. Οι συντηρητικοί όμως, έχουν να αντιμετωπίσουν και τους αντιευρωπαίους εθνικιστές που απαιτούν τη μείωση της επιρροής των ευρωπαϊκών θεσμών, δεν επιθυμούν πλέον τη διάλυση της ΕΕ, αλλά την πλήρη αλλαγή της και τη μετατροπή της σε ισχυρό οχυρό κατά των προσφύγων και των μεταναστών.
Η αναζήτηση λύσεων
Επομένως, οι συντηρητικοί και των δυο ευρωομάδων αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: σε πολλούς τομείς πολιτικής, υπάρχουν διαφορετικές ή ακόμη και αντίθετες απόψεις μεταξύ των συντηρητικών και των δύο οικογενειών. Αυτό ισχύει, π.χ., για τις σχέσεις με την Κίνα, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, για τη στρατιωτικοποίηση και τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού, για την πολιτική που αφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ και για την αγροτική πολιτική, για την οικολογική ανασυγκρότηση, συμπεριλαμβανομένης της εγκατάλειψης του άνθρακα και της εμπορίας των εκπομπών καυσαερίων, για τη στάση απέναντι στην πυρηνική ενέργεια και, κυρίως, για την υποδοχή των προσφύγων. Προς το παρόν, ο ισχυρότερος δεσμός μεταξύ των συντηρητικών είναι το ζήτημα της διασφάλισης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Όπως φάνηκε και στην κρίση στα τουρκο-ελληνικά σύνορα, ο νόμος, η ελευθερία και η ευημερία τίθενται στην υπηρεσία αυτού του στόχου και -σε αντίθεση με τo γερμανικό «βγάλτα πέρα μόνος σου» του 2015- η πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα υποτάσσεται στην πολιτική για την ασφάλεια. Έτσι, σε αυτό το ζήτημα, οι διαφορές που εκδηλώνονται σε άλλα θέματα μεταξύ των συντηρητικών και του φάσματος των εθνο-εθνικιστικών κομμάτων που κινούνται στα δεξιά τους, είναι θολές.
Οι επιπτώσεις της άποψης που προωθεί την ερμητική ασφάλεια εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, εγείρουν το ζήτημα της ουσίας της δημοκρατίας στην ΕΕ και τα κράτη μέλη της. Ταυτόχρονα όμως, θέτουν σε αμφισβήτιση τις θεμελιώδεις συντηρητικές αξίες του νόμου και της ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της αγοράς -που είναι το θεμέλιο των συντηρητικών αξιών- και ωθούν τους συντηρητικούς προς τα ακροδεξιά κόμματα. Αυτή η αντίληψη για την ασφάλεια που αναδύεται μεταξύ των συντηρητικών, δεν μπορεί να προσφέρει απαντήσεις στα σημερινά παγκόσμια προβλήματα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια άλλη πρόσληψη της έννοιας της ασφάλειας, στη βάση της οποίας η ΕΕ, ως ανεξάρτητος ενεργός παίκτης στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και προασπιζόμενη τις ευρωπαϊκές αξίες, θα παρεμβαίνει στις παγκόσμιες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, την παγκόσμια εξάπλωση ασθενειών, τη μετανάστευση, τις ψηφιακές/κοινωνικές αναταραχές, καλλιεργώντας προς τούτο μια νέα αντίληψη για την κυριαρχία, τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι συσχετισμοί εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ανάγκασαν τους συντηρητικούς να προσεγγίσουν, εκτός από τους σοσιαλδημοκράτες, τη μία από τις άλλες δύο «φιλοευρωπαϊκές κομματικές οικογένειες». Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τους συντηρητικούς σε έναν «φιλελεύθερο οικονομικό» εκσυγχρονισμό, ο οποίος με τη σειρά του θα μπορούσε να συμβάλει στην ψηφιοποίηση, την ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών και τη δημιουργία νέων διαδικασιών διαπραγμάτευσης για τις κατάλληλες πλειοψηφίες. Θα χρησίμευε και στην υλοποίηση ενός «Πράσινου New Deal». Θα οδηγούσε σε νέες μορφές συνεργασίας με «μεταβαλλόμενες πλειοψηφίες» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ωστόσο, μέσα σε όλα αυτά, τα αριστερά κόμματα δεν έχουν καμιά συμμετοχή.
Πρωτοδημοσιεύτηκε (με τροποποιήσεις) στο: WeltTrends. Das außenpolitische Journal, 163/Μάιος 2020, σ. 32 – 37.