Ο Τομά Πικετί, ένας οικονομολόγος που ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με τις σχέσεις κατανομής του πλούτου στις καπιταλιστικές κοινωνίες, ένα πεδίο που έχει διευρευνηθεί από τους Άντονι Άτκινσον και Εμανυέλ Σαέζ, προκάλεσε ρήγμα στις παραδοσιακές αξίες και τις κοινωνικές προοπτικές που απασχολούν την οικονομική επιστήμη και τον δημόσιο διάλογο.
Σύμφωνα με τον αμερικανό οικονομολόγο Πωλ Κρούγκμαν, ο «διάλογος για το έργο του Πικετί» συνιστά μια «επανάσταση στην κατανόηση των μακροχρόνιων τάσεων της ανισότητας» (Krugman 2014: 71).
Αυτή η θέση δεν σημαίνει ότι με τον Πικετί μπορούν να απαντηθούν όλα τα μεθοδολογικά-θεωρητικά ερωτήματα της σύγχρονων δομών κατανομής του πλούτου, αλλά ότι «ποτέ δεν θα ξαναμιλήσουμε για τον πλούτο και την ανισότητα με τον ίδιο τρόπο που μιλούσαμε μέχρι σήμερα» (ο.π.: 81). Αυτή η αναστάτωση στον επιστημονικό και δημόσιο λόγο προέκυψε τόσο από την παρουσίαση της τρέχουσας κατάστασης όσο και την ιστορική γνώση που αφορά στη δυναμική της κατανομής πλούτου και εισοδημάτων από τον 18ο αιώνα (Piketty 2014: 571)
Ο πυρήνας των μελετών του Πικετί είναι η ανισότητα της κατανομής των εισοδημάτων και του πλούτου. Ο στόχος του είναι να αποκαλύψει τους λόγους για τους οποίους η κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη οδήγησε σε μια κατάσταση όπου η δομή του σύγχρονου καπιταλισμού μοιάζει όλο και πιο πολύ με αυτόν μιας ολιγαρχικής κοινωνίας. Περισσότερο από ότι συμβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου, η πλειοψηφία των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών θεωρεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη. Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ο όρος «μεσαία τάξη» αναφέρεται στους μικρούς επιχειρηματίες, σε όσους ανήκουν στις ανώτερες εισοδηματικές ομάδες και στους αυτοαπασχολούμενους, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο όρος «μεσαία τάξη» υποδηλώνει ένα «μεσαίο στρώμα» πολιτών που υπερβαίνει κατά πολύ σε μέγεθος τόσο τους φτωχούς όσο και τους πλούσιους. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι το όνειρο της αμερικανικής μεσαίας τάξης έχει, εδώ και καιρό, καταρρεύσει εξ αιτίας του εφιάλτη της καταστροφής της μεσαίας τάξης. Η άνιση κατανομή εισοδημάτων, η συγκέντρωση του πλούτου και το τέλος της μεσοαστικής κοινωνίας είναι τα θέματα, εξ αιτίας των οποίων ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί έγινε ευπώλητος συγγραφέας στις ΗΠΑ όπου, εδώ και πολλά χρόνια, υπάρχει μια αφθονία μελετών για τον μετασχηματισμό του αμερικανικού ονείρου.
Ο Πικετί εξετάζει τη συσσώρευση κεφαλαίου και την εισοδηματική κατανομή στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τη μεγάλη κρίση του 21ου αιώνα. Η μελέτη του τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η άνιση κατανομή των εισοδημάτων και της περιουσίας πλησιάζει την αντίστοιχη του τέλους του 19ου αιώνα. Τα στοιχεία που αφορούν στις σχέσεις πλούτου και εισοδήματος για μια χρονική διάρκεια 100 έως 200 ετών είναι αδιαμφισβήτητα. [1] Για παράδειγμα, τα συνήθως χρησιμοποιούμενα φορολογικά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων από τους συνταξιούχους, τα οποία παίζουν ένα πολύ μεγαλύτερο ρόλο στα μεσαία και κατώτερα στρώματα της κοινωνίας από ό,τι στην ανώτερη τάξη. Επίσης, οι φορολογικές μειώσεις στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και στα περιουσιακά στοιχεία μιας σειράς χωρών από το 1980 μείωσαν τη φοροδιαφυγή των μισθωτών εργαζομένων με υψηλά εισοδήματα. Αυτό σημαίνει ότι τα φορολογικά στοιχεία μπορεί να υπερεκτιμούν την αύξηση των ανισοτήτων. [2]
Πρόσφατα ξέσπασε μια επιπλέον διαμάχη μετά από την άσκηση κριτικής ότι ο ο Πικετί «προσάρμοσε», τόνισε και ερμήνευσε ανεπαρκώς κάποια στοιχεία. Ακόμα και μετά την απάντηση δέκα σελίδων του Πικετί που δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες, αρκετές ερωτήσεις μένουν αναπάντητες. Γενικώς, όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μερικές χώρες οι ανισότητες εισοδήματος και πλούτου αυξήθηκαν σημαντικά από το 1980 μέχρι σήμερα. «Η μεγάλη ιδέα του βιβλίου Το Κεφάλαιο τον Εικοστό Πρώτο Αιώνα είναι ότι όχι μόνο επιστρέψαμε στα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά είμαστε και στον δρόμου που μας ξαναγυρίζει στον πατρογονικό καπιταλισμό , όπου οι θέσεις αυτών που έπαιρναν αποφάσεις στο υψηλότερο επίπεδο της οικονομίας ελέγχονται όχι από ταλαντούχα άτομα αλλά από οικογενειακές δυναστείες (Krugman 2014: 72).
Ο Κρούγκμαν τονίζει, και έχει δίκιο, ότι η γνώση μας και οι εκτιμήσεις μας για την ανισότητα του εισοδήματος και του πλούτου βασίζονται κυρίως σε επισκοπήσεις (surveys). «Όμως παρά τη μεγάλη αξία τους, τα στοιχεία των επισκοπήσεων έχουν σημαντικούς περιορισμούς. Τείνουν να υποεκτιμούν ή να μη λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους το εισόδημα ου συσσωρεύεται σε ελάχιστα άτομα της ανώτατης εισοδηματικής κλίμακας… Ο Πικετί και οι συνάδελφοί του στράφηκαν σε μια εντελώς διαφορετική πηγή πληροφοριών: στα φορολογικά αρχεία… Οι Πικετί κ.α. …βρήκαν τρόπους να αναμείξουν τα φορολογικά στοιχεία με άλλες πηγές έτσι ώστε να προσφέρουν πληροφορίες που αποτελούν κρίσιμα συμπληρώματα των αποτελεσμάτων των διαφόρων επισκοπήσεων» (Ibid: 74). [3]
Οι αλλαγές των πρόσφατων δεκαετιών οδήγησαν στην ανατροπή του «μεγάλου επιτεύγματος» της δεκαετίας του 1950, της μείωσης του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η ανισότητα στις ΗΠΑ πήρε διαστάσεις ανήκουστες μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Οι ΗΠΑ μοιάζουν όλο και λιγότερο με τις μικροαστικές δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης και περισσότερο με τις «ολιγαρχικά» δομημένες κοινωνίες που είναι πολύ γνωστές στη Λατινική Αμερική και τη μετα-σοβιετική Ρωσία, όπου ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων, την ίδια στιγμή που υπάρχει μια τεράστια κατώτερη τάξη. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι περισσότερα από τα μισά οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τα προσπορίστηκε το πλουσιότερο 1% του αμερικανικού πληθυσμού. Να γιατί το κίνημα «Καταλάβετε την Γουώλ Στριτ» αποκάλεσε αυτή την οικονομική ελίτ «το 1%».
Η κύρια θέση της έρευνας του Πικετί μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Οι ΗΠΑ, όπως και οι περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες, αναδιαρθρώνουν το κοινωνικό τους σχήμα προς μια ολιγαρχική τάξη, στην οποία μια μικρή μειονότητα πολύ ισχυρών και πλούσιων ανθρώπων μπορεί να κυριαρχήσει σε όλες τις κρίσιμες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές περιοχές χάρη στη χρηματοδοτική, οικονομική και πολιτική εξουσία τους, την οποία σταθεροποιούν με στόχο να διατηρηθεί και στις γενιές που θα έρθουν.
Ο Πικετί συγκρίνει τα τρέχοντα στατιστικά στοιχεία με στοιχεία του 19ου αιώνα και καταλήγει σε έναν τύπο που θεωρεί ότι μπορεί να εκφράσει την κεντρική μακροχρόνια τάση του καπιταλισμού: g<r. Η απόδοση του ιδιωτικού πλούτου (g) είναι υψηλότερη από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (r). Αφήνοντας στην άκρη τους τύπους και τους αριθμούς, ο Πικετί αναφέρθηκε στα ευρήματά του με την εξής απλή πρόταση: «Το κεφάλαιο ξαναγύρισε». (βλ. Γράφημα 1)
Γράφημα 1: Η ανισότητα εισοδήματος στις ΗΠΑ, 1910-2010 (μερίδιο του ανώτατου 10%)
Στις ΗΠΑ, μεταξύ του 1910 και του 1940, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού έφτασε στο 40-45% του εθνικού εισοδήματος. Στη δεκαετία του 1940 σημειώθηκε αρχικά μια εντονότατη πτώση αυτού του ποσοστού. Μεταξύ του μέσου της δεκαετίας του 1940 και του τέλους της δεκαετίας του 1970, το μερίδιο του εισοδήματος του ανώτατου 10% δεν ξεπέρασε το 35% του ΑΕΠ. Σε αρκετές μελέτες για τις σχέσεις κατανομής στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό το στάδιο της ανάπτυξης περιγράφεται και ως η «μεγάλη συμπίεση». Ο όρος σημαίνει ότι σε συνθήκες έντονου τεχνολογικού μετασχηματισμού («τεχνολογική αλλαγή βασισμένη στην ειδίκευση»), προέκυψε μια φάση ευημερίας των μεσαίων στρωμάτων με την εφαρμογή μέτρων αναδιανεμητικής πολιτικής [4]. Μια ματιά στη δυναμική των σχέσεων κατανομής στις κύριες καπιταλιστικές χώρες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα δείχνει-παρά τις σημαντικές διαφορές στις επιμέρους χώρες-ότι τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα συνέβη ένα νέο επίτευγμα- η συγκέντρωση της κοινωνικής ανισότητας σε μια μικρή ομάδα πλουσίων και όσων έχουν υψηλά εισοδήματα. Ο Πικετί θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά της επιστροφής σε πατρογονικές ή ολιγαρχικές μορφές καπιταλισμού είναι τα εξής:
1. Η μεγάλη κοινωνική ανισότητα που οφείλεται σε ένα μείγμα περιουσιακών στοιχείων (μαζί με τα εισοδήματα εξ αυτών) και μισθών/ ημερομισθίων.
2. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ταξική δομή καθοριζόταν κυρίως (με ορισμένες εξαιρέσεις στην περίπτωση των ΗΠΑ) από την ανισότητα της ιδιοκτησίας των περιουσιακών στοιχείων.
3. Και σήμερα η σκληρή ανισότητα υπέρ των ανώτερων στρωμάτων οφείλεται προκύπτει από το εισόδημα που προκύπτει από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχει αυξηθεί το μερίδιο των εισοδημάτων από την εργασία, συμβάλλοντας στη γενικότερη ανισότητα.
Οι εξηγήσεις του Πικετί για τη δυναμική της κοινωνικής ανισότητας κατά τη διάρκεια όλου του 20ου αιώνα είναι συζητήσιμες. Αυτό ισχύει κυρίως για τον ισχυρισμό του ότι στις πρόσφατες δεκαετίες η απόδοση των περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκε ταχύτερα από το εθνικό εισόδημα. Ο Πικετί δεν περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις του τη δυναμική της αυξημένης προσφοράς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, δηλαδή τα μειούμενα επιτόκια από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, και τα αποτελέσματά της στις αυξήσεις των τιμών των ομολόγων και της ακίνητης περιουσίας. Ούτε οι αναφορές του στην εξάντληση της δυνατότητας αύξησης της παραγωγικότητας και η ταυτόχρονη αύξηση του πληθυσμού επαρκούν για να μπει ένα τέλος στο δημόσιο διάλογο σχετικά με τις αιτίες της υποχώρησης της οικονομικής μεγέθυνσης και μιας πιθανής μετάβασης σε μια φάση μόνιμης στασιμότητας.
Η κριτική που αντιμετωπίζει ο Πικετί για την υπερβολικά επιφανειακή και γενικόλογη μελέτη του περί των δομικών χαρακτηριστικών στοιχείων της συσσώρευσης κεφαλαίου, και συνεπώς της διανομής, αφορά επίσης την εξέλιξη των μισθών και ημερομισθίων. Σε όλο τον 20ο αιώνα, γίναμε μάρτυρες μιας ανοδικής εξέλιξης των εισοδημάτων των μαζών λόγω της ύπαρξης οργανωμένων δομών μεγάλης έκτασης και της επίδρασης των συνδικάτων. Τις πρόσφατες δεκαετίες υπήρξε μια μείωση του μεριδίου των μισθών και των ημερομισθίων και μια διάσπασή τους λόγω της μείωσης της συμμετοχής στα συνδικάτα και στην υπαγωγή σε συλλογικές συμβάσεις. Οι διαρθρωτικές αλλαγές καθώς και το αυξημένο βάρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και της εντατικοποιημένης πολιτικής της απορρύθμισης που αφορά μια μεγάλη χρονική περίοδο δεν εξετάζονται στην έρευνα του Πικετί.
Η εστίαση του βιβλίου του Πικετί δεν είναι στα εισοδήματα, αλλά στα περιουσιακά στοιχεία. Το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν οι πολύ πλούσιοι είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερο στις ΗΠΑ παρά στην Ευρώπη. Το 10% των πολύ πλούσιων Αμερικανών κατέχει το 70% του συνολικού εθνικού πλούτου, με το ανώτατο 1% να κατέχει το 35% του πλούτου. Στην Ευρώπη το πλουσιότερο 10% κατέχει το 60% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, με το 1% των πολύ πλούσιων να κατέχει το 25%. Τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στην παγίωση, και εμμέσως, των σχέσεων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, δεδομένου ότιι οφείλονται πολύ λιγότερο στη δραστηριότητα των ατόμων από τους μισθούς και τα ημερομίσθια , αφού είναι κυρίως κληροδοτημένα. (βλ. Γράφημα 2).
Γράφημα 2: Αξία της συνολικής ιδιωτικής περιουσίας ως % του συνολικού εθνικού πλούτου
Το κεφάλαιο, δηλαδή η αξία των επιχειρήσεων, η ακίνητη περιουσία, τα ομόλογα και τα δάνεια αυξήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες πολύ ταχύτερα από τον συνολικό πλούτο της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που οι κάτοχοι κεφαλαίου ξεπέρασαν τους απασχολούμενους με μισθό ή ημερομίσθιο καθώς και τα μεσαίας στρώματα της κοινωνίας. Από το τέλος της δεκαετίας του 1970, η φάση της μεγάλης συμπίεσης έφτασε τα όριά της, η οικονομική μεγέθυνση άρχισε να χαλαρώνει, οι φορολογικές ελαφρύνσεις συνέβαλαν στην αύξηση του εισοδήματος από κεφάλαιο και έγινε έκρηξη κερδών, η τελευταία και εξ αιτίας της επέκτασης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή οι πλούσιοι έχουν υψηλότερες αποδόσεις από το κεφάλαιό τους σε σύγκριση με τους μικρούς αποταμιευτές, αλλά πολύ περισσότερο επειδή τα περιουσιακά στοιχεία κληροδοτούνται σε ένα μειούμενο αριθμό παιδιών. [5]
Ο Πικετί, στη μελέτη του, επικεντρώνεται στην ανάπτυξη από την πλευρά του κεφαλαίου. Αλλά, όπως συμβαίνει και με άλλους ερευνητές των σχέσεων ανισότητας, δεν ξεφεύγει από την προσοχή του ότι οι ρίζες της επιδείνωσης της ανισότητας βρίσκονται σε ένα συνδυασμό των εισοδημάτων από κεφάλαιο και των εισοδημάτων από εργασία. Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι στην κορυφή της κοινωνίας το εισόδημα από κεφάλαιο είναι υψηλότερο από τα εισοδήματα από μισθούς και ημερομίσθια, καθώς και από μπόνους.[6]
Ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου από το ανώτατο 0,1% της κοινωνίας [7]
Όλοι συμφωνούν με την άποψη ότι η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται ραγδαία από τη δεκαετία του 1980, ενώ κατά την ίδια περίοδο η συγκέντρωση του πλούτου παρουσίασε μια μάλλον μέτρια αύξηση. Όμως, ο ισχυρισμός ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι ένα φαινόμενο που αφορά μόνο το εισόδημα από την εργασία είναι αστήρικτος. Επίσης δεν έχει εξηγηθεί γιατί στις ΗΠΑ η μικρή ομάδα αυτών που έχουν πολύ υψηλά εισοδήματα ( 0,01% του συνόλου) κατάφεραν, στις τελευταίες δύο δεκαετίες, να κατέχουν ένα εξαιρετικά υψηλό μερίδιο του συνολικού πλούτου (βλ. Γράφημα 3).
Γράφημα 3: Εσωτερική διαφοροποίηση στο ανώτατο 1%
Ο Πικετί τονίζει τους ιδιαίτερους λόγους για τους οποίους η οικονομική ελίτ (το ανώτατο 10%) είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας ειδικά στις ΗΠΑ. Οι Σαέζ και Τσούκμαν, που ανέπτυξαν περαιτέρω αυτήν την ερευνητική προσέγγιση, φτάνουν στο σημείο να συνοψίζουν τα αποτελέσματα λέγοντας ότι υπεύθυνο για την απότομη αύξηση της ανισότητας είναι κυρίως αυτοί που ανήκουν στο 0,01% του ανώτατου στρώματος με τα πολύ υψηλά εισοδήματα (σταθερές εισοδηματικές απαιτήσεις). Για το λόγο αυτό, η απάντηση στο ερώτημα για τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από αυτή η μετατόπιση της κατανομής στο εσωτερικό του εισοδήματος από εργασία είναι ακόμα περισσότερο επείγουσα.
Η άλλη όψη αυτής της ανόδου μιας μικρής ομάδας στο εσωτερικό των οικονομικών ελίτ δηλαδή η εκ μέρους τους ιδιοποίηση ενός δυσανάλογα μεγάλου μεριδίου του κοινωνικού πλούτου είναι η κοινωνική παρακμή της μεγάλης πλειοψηφίας. Βέβαια, υπάρχει επίσης η ανάγκη διαφοροποίησης και εντός του 90% -ειδικότερα αυτό αφορά στη δυναμική της επισφάλειας των εργαζομένων με μισθό και ημερομίσθιο και των φτωχών εργαζόμενων, καθώς και την πίεση στα κοινωνικά μεσοστρώματα. Η μετατόπιση του ποσοστού αποταμίευσης αυτής της πλειοψηφίας-στην πραγματικότητα, μιας διαδικασία που είχε κάνει την εμφάνισή της και πριν τη μεγάλη κρίση παρουσιάστηκε με μια εμφανή πτώση της αποταμίευσης (αρνητική αποταμίευση), είναι μια ισχυρή ένδειξη των μετατοπίσεων στις σχέσεις κατανομής στις ΗΠΑ.
Από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις ΗΠΑ ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο αυτό που υπάρχει σήμερα. Η αύξηση του μεριδίου της ανώτερης ελίτ στον κοινωνικό πλούτο συμβαδίζει με τη μείωση του αντίστοιχου μεριδίου της μεγάλης πλειοψηφίας. Η χειροτέρευση της εισοδηματικής και περιουσιακής κατάστασης της πλειοψηφίας αντανακλάται στο γεγονός ότι το 85% αυτών των ενήλικων αμερικανών, που αυτοαποκαλούνται μεσαία τάξη, έχουν την άποψη ότι αυτοί που ανήκουν στις μεσαίες τάξεις δυσκολεύονται πολύ σήμερα να διατηρήσουν το επίπεδο ζωής που είχαν πριν από δέκα χρόνια. Το 62% όσων έχουν αυτή την άποψη θεωρούν ότι την ευθύνη φέρει το Κογκρέσο, το 54% οι τράπεζες και οι οργανισμοί του χρηματοπιστωτιικού συστήματος, το 38% ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό και το 34% η διοίκηση Ομπάμα. Μόνο το 8% λέει ότι φταίνε οι ίδιες οι μεσαίες τάξεις.
Ο καπιταλισμός και οι χρηματοπιστωτικές αγορές
Η αύξηση της κοινωνική ανισότητας και η συναφής «εξαφάνιση της μεσαίας τάξης» (Krugman) δεν αφορά, φυσικά, μόνο τις ΗΠΑ. Αντίθετα, με την αρχή να γίνεται εκτός των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1970, ο «κοινωνικά ρυθμιζόμενος καπιταλισμός» αντικαταστάθηκε σταδιακά από την κοινωνία των ιδιοκτητών στην οποία κυριαρχούν οι κάτοχοι περιουσιακών στοιχείων. Το σύστημα του ρυθμιζόμενου καπιταλισμού, το οποίο παρουσίαζε διαφοροποιήσεις ανάλογα με εθνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες, είχε ως αντανάκλασή του τη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής ιδιοκτησίας (διανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα), χωρίς ταυτόχρονα να αναστέλλει την καπιταλιστική δυναμική της των διαδικασιών συσσώρευσης και κατανομής.
Το κύριο χαρακτηριστικό της συσσώρευσης κεφαλαίου στο οποίο κυρίαρχη θέση έχουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι η αύξηση της κοινωνικής πόλωσης– που επηρεάζει τόσο τα εισοδήματα όσο και τα περιουσιακά στοιχεία. Αυτή η τάση έχει πια σταθεροποιηθεί, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ για την κατάσταση των εισοδημάτων κατά την περίοδο 2007 ως 2011. «Το μερίδιο του υψηλότερου 1% των συνολικών προ φόρων εισοδημάτων αυξήθηκε στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ κατά τις περασμένες τρείς δεκαετίες, ειδικά σε μερικές αγγλόφωνες χώρες, στις σκανδιναβικές χώρες (όπου ξεκίνησε από πολύ χαμηλά επίπεδα), αλλά και στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Σήμερα το μερίδιο αυτό κυμαίνεται από 7% στη Δανία και την Ολλανδία μέχρι περίπου 20% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συγκεκριμένη αύξηση είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το ανώτατο 1% κατέκτησε ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο της συνολικής αύξησης του εισοδήματος κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες: στον Καναδά ήταν 37%, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε μέχρι και στο 47%. Αυτό εξηγεί γιατί η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν μπορεί να συνδέσει την αύξηση του συνόλου των εισοδημάτων με το ύψος των δικών τους εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις σε σχεδόν όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ μείωσαν τους φορολογικούς συντελεστές του ατομικού εισοδήματος, καθώς και άλλους φορολογικούς συντελεστές που επηρεάζουν τους κατόχους υψηλών εισοδημάτων. Η κρίση διέκοψε προσωρινά αυτές τις τάσεις -αλλά δεν αντέστρεψε την προηγούμενη αύξηση των υψηλών εισοδημάτων. Σε μερικές χώρες, τα ανώτατα εισοδήματα αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά το 2010 (OECD 2014, βλ. Γράφημα 4)
Γράφημα 4: Αυξήσεις εισοδήματος του ανώτατου 1% εις βάρος του 90% (1975-2007)
Οι πιεζόμενες «μεσαίες τάξεις», τα «μεσοστρώματα» ή οι «μεσαίοι» είναι το επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης μετά την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού που πυροδότησε ο καπιταλισμός των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτές οι τάξεις ορίζονται από το επίπεδο του εισοδήματός τους, τα προσόντα τους και την κοινωνική τους θέση στις εργασίες τους. Οι «μεσαίοι» μπορεί να προσδιοριστούν από «τρία βασικά χαρακτηριστικά: επαρκές εισόδημα, ειδική εκπαίδευση ή επαγγελματική δεξιότητα και υπεροχή στην αγορά εργασίας έναντι αυτών που έχουν χαμηλή ειδίκευση και ασκούν χειρονακτική εργασία» (Bertelsmann–Foundation 2012: 48). Μια πιο κοντινή ματιά στους «μεσαίους» που ορίζεται κατά τον προαναφερθέντα τρόπο δείχνει, όμως, ότι σ’ αυτήν την ομάδα συσσωρεύονται ομάδες προσώπων που είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: υπάρχουν, μεταξύ άλλων, ειδικευμένοι εργάτες στις καπιταλιστικές βιομηχανίες, υπάλληλοι του δημόσιου τομέα, αυτοαπασχολούμενοι καθώς και μη εργαζόμενοι (αποχωρήσαντες από την αγορά εργασίας, συνταξιούχοι), που υπόκεινται σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες εργασίας και ζωής οι οποίες εξαρτώνται από τη θέση τους στην κοινωνική διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής. [8]
Ούτε οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των δεκαετιών 1980 και 1990, ούτε οι πολιτικές του «Νέου Κέντρου» κατάφερα να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους να σταθεροποιήσουν την κατάσταση των «μεσαίων» δίνοντας κίνητρα στην ιδιοκτησία ή απογυμνώνοντας τους μισθούς και τα ημερομίσθια από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Οι συνέπειες ήταν να αυξηθεί η απόσταση απέναντι στο πολιτικό σύστημα ακόμα και των «μεσαίων», με αποτέλεσμα την περαιτέρω διάβρωση των πρώην λαϊκών κομμάτων.
Η αποσταθεροποίηση των «μεσαίων» και η κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης δεν αμφισβητούνται ακόμα και από τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Ταυτόχρονα, μέρη αυτής της ελίτ ισχυρίζονται-σε αντίθεση προς όλες τις αναπτυξιακές τάσεις που βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα-ότι τα συρρικνούμενα μεσαία στρώματα και η εισοδηματική πόλωση είναι μύθος και ο πανικός για την κατάσταση των «μεσαίων» είναι αβάσιμος.
Ταυτόχρονα, λαμβάνεται υπόψη αυτή η διαδικασία χειροτέρευσης της κατάστασης των «μεσαίων» και εφαρμόζεται μια ευρεία αλλαγή παραδείγματος που θα μπορούσε να περιγραφεί ως απομάκρυνση από την αρχή ότι οι «μεσαίοι» είναι η βάση της αστικής πολιτικής. «Παρά ταύτα, παραμένει το ερώτημα αν τα μεσαία στρώματα μπορούν να κρατήσουν ενωμένη μια σύγχρονη και σύνθετη οικονομία όπως η δική μας και, συνεπώς, πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη μεγάλων μεσαίων στρωμάτων. Σε τελευταία ανάλυση, έχει αποδειχθεί ότι η σταθερότητα μιας κοινωνίας και η κοινωνική ειρήνη δεν βασίζονται στα μεγάλα μεσαία στρώματα, αλλά μπορούν να επιτευχθούν με μια αύξηση των ευκαιριών της κοινωνικής κινητικότητας» (Enste et al 2011: 15)
Μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια πειστική πολιτική σύλληψη που να σταθεροποιεί το κοινωνικά «μεσαίο» απέναντι στον «μύθο των μεσαίων τάξεων».
Literature
Atkinson, Anthony B./Piketty, Thomas/Saez, Emmanuel (2011), Top Incomes in the Long Run of History, Journal of Economic Literature, 49 (1), pp. 3-71.
Bertelsmannstiftung (2012): Burckhard, Christoph/Grabka, Markus M./Groh-Samberg, Olaf/Lott, Yvonne/Mau, Steffen: Mittelschicht unter Druck, Gütersloh.
Bischoff, Joachim u.a. (1982): Jenseits der Klassen? Gesellschaft und Staat im Spätkapitalismus, Hamburg.
Castel, Robert/Dörre, Klaus (eds.) (2009): Prekariat, Abstieg, Ausgrenzung, Frankfurt a.M.
Deutsche Bundesbank (2013): Vermögen und Finanzen privater Haushalte in Deutschland: Ergebnisse der Bundesbankstudie, Monatsbericht Juni.
Enste, Dominik H./Erdmann, Vera/Kleineberg, Tatjana (2011): Mythen über die Mittelschicht, Roman Herzog Institut, Information Nr. 9.
Kopczuk, Wojciech/Saez, Emmanuel/Song, Jae (2010), Earnings Inequality and Mobility in the United States: Evidence from Social Security Data since 1937, Quarterly Journal of Economics, 125 (1), pp. 91-128.
Krugman, Paul (2011): Infusion für die Wirtschaft statt Aderlass, in: Frankfurter Rundschau 26.9.
Krugman, Paul (2014): Thomas Piketty oder die Vermessung der Ungleichheit, in: Blätter für deutsche und Internationale Politik, Issue 6, 2014.
Leigh, Andrew (2007): How Closely Do Top Income Shares Track Other Measures of Inequality? The Economic Journal.
Müller, Bernhard (2013): Erosion der gesellschaftlichen Mitte. Mythen über die Mittelschicht – Zerklüftung der Lohnarbeit – Prekarisierung & Armut – Abstiegsängste, Hamburg.
Noll, Heinz-Herbert/Weick, Stefan (2011): Schichtzugehörigkeit nicht nur vom Einkommen bestimmt. Analysen zur subjektiven Schichteinstufung in Deutschland, in: Informationsdienst Soziale Indikatoren, Ausgabe 45, Februar; quoted in: Böckler Impuls 6/2011, In den Köpfen hat die Mittelschicht Bestand, pp. 6f.
OECD (2013a): Crisis squeezes income and puts pressure on inequality and poverty. New Results from the OECD Income Distribution Database.
OECD (2013b): Krise steigert Ungleichheit und Armutsrisiko in OECD Ländern – Deutschland und Österreich im Vergleich positiv, press release 15 May, www.oecd.org/berlin/presse/einkommen-verteilung-ungleichheit.htm.
OECD (2014): FOCUS on Top Incomes and Taxation in OECD Countries: Was the crisis a game changer?, May 2014.
Piketty, Thomas (2014): Capital in the 21st Century, Harvard University Press.
Saez, Emmanuel (2013): Striking it Richer: The Evolution of Top Incomes in the United States (updated with 2012 preliminary estimates).
Notes
[1] Ο Κρις Τζάϊλς (Chris Giles), δημοσιογράφος των Financial Times (FT), κατηγόρησε τον Πικετί ότι κάνει πλαστούς υπολογισμούς. Ο Πικετί παραδέχεται ότι οι πηγές για την ανισότητα πλούτου είναι πολύ λιγότερο συστηματικές από εκείνες για την εισοδηματική ανισότητα. Όμως, οι διορθώσεις που προτείνουν οι FT είναι «στο μεγαλύτερο μέρος τους σχετικά μικρές, και δεν επηρεάζουν τις μακροχρόνιες εξελίξεις και τη γενικότερη ανάλυσή μου». Ταυτόχρονα, και αυτές βασίζονται σε μεθοδολογικές επιλογές που είναι «αρκετά συζητήσιμες». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πηγές δεδομένων μπορούν να βελτιωθούν, αλλά παρ’ όλα αυτά τα ουσιώδη συμπεράσματα είναι αναμφισβήτητα. Για περισσότερο από δέκα χρόνια, ο Πικετί, υποστηριζόμενος από τους συναδέλφους του Άντονι Άτκινσον (Οξφόρδη) και Εμανυέλ Σάεζ (Μπέρκλεϊ) ερευνούσε ιστορικά φορολογικά αρχεία και τροφοδοτούσε τον υπολογιστή του με οικονομικά στοιχεία είκοσι χωρών.
[2] όπως δείχνει το παράδειγμα της Γερμανίας και τα CD με τους φοροφυγάδες, η πρακτική της φοροδιαφυγής είναι ακόμα πολύ διαδεδομένη μεταξύ των επιχειρήσεων και τους κατόχους περιουσιακών στοιχείων asset owners. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα φορολογικά στοιχεία μάλλον δίνουν έμφαση στην ανισότητα. Δεν έχει ακόμα μελετηθεί αν η φορολογία λειτουργεί καλύτερα στις άλλες χώρες.
[3] Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα συνέκρινε τους συνολικούς ισολογισμούς περιουσιακών στοιχείων έρευνας ιδιωτικών προϋπολογισμών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, «η κάλυψη των περιουσιακών στοιχείων από τα ιδιωτικά νοικοκυριά μπορεί να θεωρηθεί καλή. Τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του τομέα των ιδιωτικών νοικοκυριών καλύπτεται, σ’ αυτήν την έρευνα σε ποσοστό 90% (German Federal Bank 2013). Τα στοιχεία αυτής της έρευνας ιδιωτικών προϋπολογισμών υποεκτιμούν την πραγματική περιουσία. Η διαφορά μπορεί να οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι «τα πολύ πλούσια γερμανικά νοικοκυριά δεν εκπροσωπούνται στο δείγμα. Αυτό επιδρά κατ’ αρχήν στις τιμές της διαμέσου» (Ibid. p. 28). βλ. επίσης: Joachim Bischoff/Bernhard Müller: Europameister in sozialer Ungleichheit. Vermögensverteilung in Deutschland, στο περιοδικό Sozialismus 7-8/2013, pp. 36ff.
[4] Κοινωνικοί επιστήμονες όπως ο Στρέεκ μιλούν για το «τέλος του δημοκρατικού καπιταλισμού». Από την οπτική πολιτικών κατανομής αυτή η συνταγή περιέχει μια ετυμηγορία για τον καπιταλισμό του 20ου αιώνα. Ο Πικετί το εκφράζει αυτό με τα εξής λόγια: «Μην κάνετε λάθος: ο βασικός δομικός μετασχηματισμός της κατανομής του πλούτου στις ανεπτυγμένες χώρες κατά τον εικοστό αιώνα ήταν η αύξηση της πραγματικής “πατρογονικής (ή εύπορης) μεσαίας τάξης”. (Piketty 2014: 260)
[5] Από την ίδια τη φύση τους, τα εισοδήματα από ιδιοκτησία ή την κατοχή κεφαλαίου είναι «εισοδήματα χωρίς απόδοση». Ο Πικετί λέει με σαφήνεια ότι «είναι επίσης σημαντικό ότι οι λέξεις “πρόσοδος” και “προσοδούχος“ (“ραντιέρης “) είχαν πολύ υποτιμητικές συνδηλώσεις τον εικοστό αιώνα. Σ’ αυτό το βιβλίο, χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις με την αρχική περιγραφική τους έννοια για να δηλώσω τις ετήσιες προσόδους που παράγονται από ένα περιουσιακό στοιχείο και τα άτομα που ζουν από αυτές τις προσόδους». (Piketty 2014: 422)
[6] Είμαστε αντιμέτωποι με διπλή οριοθέτηση. Η αξία των «περιουσιακών στοιχείων» αυξάνεται, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα εισοδήματα που προέρχονται από αυτά. Επίσης, αυξάνουν υπερβολικά οι διαφοροποιήσεις των εισοδημάτων που προέρχονται από την εργασία. Οι μισθοί των ευπόρων (τόσο αυτών που ανήκουν στο ανώτερο 10% όσο και εκείνων του ανώτατου 0,01%) έχουν εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια. Από την άποψη των πολιτικών κατανομής, υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος: η ρύθμιση των μισθών και των εισοδημάτων από εργασία και η φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων και των εισοδημάτων από περιουσιακά στοιχεία.
[7] βλ.: Emmanuel Saez (UC Berkeley), Gabriel Zucman (LSE and UC Berkeley), The Distribution of US Wealth, Capital Income and Returns since 1913, Μάρτιος 2014.
[8] Ο ορισμός της οικονομικής ανατομίας των τάξεων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικής οικονομίες που βασίζεται στην κριτική της πολιτικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό έργο που η σοσιαλιστική Αριστερά πρέπει να αναλάβει στο μέλλον μολονότι η πραγματοποίησή του απαιτεί ικανούς πόρους τόσο από πλευράς χρόνου όσο και χρήματος. (βλ. Bischoff et al. 1982).
Το αρχικό κείμενο στα γερμανικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σοιαλισμός (Sozialismus) τεύχος 7-8/Ιούνιος 2014