Και έτσι, μια νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε στην Ιταλία – περισσότερο από ανάγκη παρά από επιλογή- χάρη στην ευκαιρία που ο ηγέτης της Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι, έδωσε στο Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S), επιτρέποντάς του να αλλάξει συμμαχία και να απομονώσει τον Σαλβίνι και τα όνειρά του για κυριαρχία.
Ήταν ο ίδιος ο ηγέτης της Λέγκας αυτός που προκάλεσε την πολιτική κρίση, στην κυβέρνηση συνασπισμού της Λέγκας με το Κίνημα Πέντε Αστέρων, διακόπτοντας τη συμφωνία απότομα. Για να καταλάβουμε αυτή την αλλαγή, θα πρέπει να πάμε λίγο πιο πίσω και να δούμε πώς τα πράγματα έφτασαν σε αυτό το σημείο.
Στις τελευταίες εθνικές εκλογές, που διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 2018, ο συνήθης ανταγωνισμός ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά υπερκεράστηκε από το μεγάλο εκλογικό ποσοστό που συγκέντρωσε το Κίνημα Πέντε Αστέρων. Αυτός ο νέος «μεταϊδεολογικός» πολιτικός πρωταγωνιστής, κατάφερε να καταλάβει την πρώτη θέση στις εκλογές, ως το κόμμα με τις περισσότερες ψήφους, σηματοδοτώντας το τέλος του δικομματισμού στην Ιταλία, κάτι που είχε ήδη συμβεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να αναλάβει την αρμοδιότητα να σχηματίσει κυβέρνηση. Ίσως το πιο θετικό στοιχείο που προέκυψε από αυτή τη νέα κατάσταση ήταν ότι το Κοινοβούλιο ξαναβρήκε τον κεντρικό του ρόλο στο πολιτικό τοπίο, που αντιστοιχεί σε ό,τι προβλέπεται από το Σύνταγμα της χώρας. Μετά από μακρές και ακροβατικές διαβουλεύσεις βρέθηκε η λύση της υπογραφής συμφωνίας ανάμεσα στο Κίνημα Πέντε Αστέρων και τη Λέγκα.
Η βάση της συμφωνίας ήταν η «αντισυστημική» θέση που και οι δύο πολιτικές δυνάμεις πρόβαλλαν πριν από τις τελευταίες γενικές εκλογές. Τις εκλογές που είδαν το Κίνημα Πέντε Αστέρων να συγκεντρώνει 32% των ψήφων και, από την άλλη πλευρά, τη Λέγκα, η οποία εγκατέλειψε το προφίλ της περιφερειακής δύναμης «του Βορρά», εμφανιζόμενη πλέον ως εθνικό κόμμα, να αποσπά 17% επί του συνόλου των ψήφων, κερδίζοντας αρκετές έδρες στη Γερουσία και τη Βουλή. Το γεγονός αυτό της επέτρεψε να ξεφύγει από την κλασσική δεξιά συστράτευσή της με τους παλιούς συμμάχους της: την Forza Italia του Μπερλουσκόνι και τους Fratelli d’Italia (Αδέλφια της Ιταλίας) του Μελόνι. Παρότι η συνεργασία της με τα παραπάνω κόμματα σταμάτησε σε εθνικό επίπεδο, παρέμεινε, ωστόσο, πολύ ισχυρή σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.
Παρόλο που το Κίνημα Πέντε Αστέρων έλαβε διπλάσιο ποσοστό και ανέδειξε διπλάσιους βουλευτές από τη Λέγκα, βρέθηκε ευθύς εξαρχής στη σκιά των αποφάσεων και των ελιγμών της νέας Λέγκας και του Υπουργού της των Εσωτερικών, Ματέο Σαλβίνι. Η υπερβολική ενασχόληση των μέσων ενημέρωσης και το τρομακτικό θράσος του υπουργού της Λέγκας στη διαχείριση του μεταναστευτικού, οδήγησαν στην άνοδο της δημοφιλίας της Λέγκας, η οποία ξεπέρασε το 30% στην προτίμηση ψήφου. Ωστόσο, στο ζήτημα των μεταναστών, η πρώτη επίθεση στις δομές ένταξης και φιλοξενίας είχε γίνει από το Δημοκρατικό Κόμμα (PD), όταν ο Μάρνο Μινίτι, Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Τζεντιλόνι, θέσπισε πολιτικές επαναπροώθησης, οι οποίες απλώς ενισχύθηκαν από την κυβέρνηση του Κινήματος Πέντε Αστέρων και της Λέγκας. Ο πολιτικός ηγέτης του Κινήματος, Λουίτζι ντι Μάιο, ήταν ο πρώτος που κατηγόρησε τις ΜΚΟ που διασώζουν ανθρώπους στη θάλασσα, ότι αποτελούν θαλάσσια ταξί για τους διακινητές. Επομένως, στο θέμα των μεταναστών, η κεντροαριστερά συμφωνεί σε πολλά σημεία με την κεντροδεξιά. Η κήρυξη του πολέμου εναντίον των πιο αδύναμων αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια αντιδραστικών τάσεων, μετατοπίζοντας την προσοχή και την εξεύρεση λύσεων μακριά από τα κοινωνικά προβλήματα και τα ζητήματα δικαιοσύνης, τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν από τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζονται μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλο αυτό τροφοδότησε ένα κλίμα μισαλλοδοξίας, από το οποίο ωφελήθηκε ο ηγέτης της Λέγκας.
Η άνοδος της δημοτικότητάς του στις δημοσκοπήσεις είναι πιθανότατα εκείνο που τον έκανε να διακόψει την κυβερνητική συνεργασία με το Κίνημα Πέντε Αστέρων και να ανακοινώσει τη διενέργεια ψήφου εμπιστοσύνης στις αρχές Αυγούστου, προσπαθώντας να οδηγήσει σε νέες εκλογές το συντομότερο δυνατόν -και ζητώντας ακόμη και «πλήρη εξουσιοδότηση», ώστε να μπορεί να κυβερνά χωρίς τα βέτο που ισχυριζόταν ότι έπρεπε να ανέχεται στο Συμβούλιο των Υπουργών-.
Η δυσαρέσκεια του Σαλβίνι απορρέει και από τις δηλώσεις που έκανε ο πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε, -σε ευρωπαϊκό επίπεδο- απέναντι στους υπόλοιπους Ευρωπαίους ηγέτες και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την ιδιότητά του ως συνομιλητή και μεσολαβητή για τον καθορισμό του νόμου περί κρατικού προϋπολογισμού και της οικονομικής διάρθρωσης της χώρας.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ήταν ο ρόλος που έπαιξε, ώστε οι ευρωβουλευτές του Κινήματος Πέντε Αστέρων να ψηφίσουν για Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Ο προβλεπόμενος νόμος για τον προϋπολογισμό αποτέλεσε, κατά τη γνώμη μου, τον καθοριστικό παράγοντα για την κατάρρευση της πρώτης κυβέρνησης Κόντε.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν, αφενός η επιθυμία του Κόντε να καταργήσει τους περιορισμούς που η Λέγκα ήθελε να ενισχύσει και, αφετέρου, μια συμμαχία ελιγμών και διαμεσολάβησης μεταξύ του πρωθυπουργού και του Κινήματος Πέντε Αστέρων.
Εντούτοις, ο ελιγμός που έκανε ο Σαλβίνι για να προκαλέσει την κατάρρευση της κυβέρνησης και την προκήρυξη νέων εκλογών, που θα επιβεβαίωναν τη δημοφιλία του, ανατράπηκε από το κοινοβούλιο, παρά τη συμμαχία του με τη Forza Italia και τους Fratelli d’Italia .
Η ριζοσπαστική Αριστερά ήταν η πρώτη που ζήτησε από τις πολιτικές δυνάμεις που ευθύνονταν για την εκθετική άνοδο της πιο ακραίας Δεξιάς, να εφαρμόσουν κάθε δυνατό κοινοβουλευτικό ελιγμό ώστε να αποφευχθούν νέες εκλογές και να μην επαληθευτεί το σχέδιο του Σαλβίνι.
Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι το πραγματικά διαφορετικό που συμβαίνει στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας, είναι το τέλος ενός συστήματος, το οποίο εδώ και τριάντα χρόνια συνέδεε τη διακυβέρνηση με την εκλογική πλειοψηφία- γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την αξία που προβάλει το Σύνταγμα και τον ρόλο του κοινοβουλίου να λαμβάνει αποφάσεις.
Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, η ριζοσπαστική Αριστερά -δηλαδή το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος- απαιτεί με έμφαση την επιστροφή σε έναν αναλογικό εκλογικό νόμο, ο οποίος -εν όψει μιας πιθανής νίκης της Δεξιάς που, με τον τρέχοντα εκλογικό νόμο θα κερδίσει τα δύο τρίτα των κοινοβουλευτικών εδρών- απασχολεί και πάλι τον δημόσιο διάλογο.
Αρχικά, έγινε μια προσπάθεια από το Δημοκρατικό Κόμμα να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, παρακινούμενο από την επιθυμία των εσωτερικών του τάσεων να ρυθμίσουν τους λογαριασμούς τους. Σήμερα, οι κοινοβουλευτικές ομάδες του Δημοκρατικού Κόμματος πρόσκεινται κυρίως στο στρατόπεδο του Ματέο Ρέντσι, που ήταν γραμματέας του κόμματος στις εκλογές της 4ης Μαρτίου 2018. Η πρώτη απόφαση που έλαβε ο νέος γραμματέας, Νικόλα Τζινγκαρέτι, όταν ξέσπασε η κυβερνητική κρίση, ήταν να προχωρήσει σε εκλογές για να έχει τους δικούς του ανθρώπους στο Κοινοβούλιο.
Ωστόσο, υπό τη λαϊκή πίεση και την πίεση των κοινωνικών δυνάμεων -από συνδικαλιστικές οργανώσεις μέχρι ενώσεις εργοδοτών- αλλά και υπό την πίεση της «Ευρώπης», ο Τζινγκαρέτι αποφάσισε να ξεκινήσει διαβουλεύσεις με το Κίνημα Πέντε Αστέρων για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα σημάνει, αφενός τη ματαίωση των ελπίδων της Δεξιάς για πρόωρες εκλογές και, αφετέρου, τον καθορισμό των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εγκρίνουν. Ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος, ο Ρομάνο Πρόντι, ονόμασε ξεκάθαρα αυτή την κυβέρνηση «κυβέρνηση της Ούρσουλα».
Η σύγκρουση για τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, που έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου και έλαβε σοβαρά υπόψη της το αποτέλεσμα της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας των μελών του Κινήματος Πέντε Αστέρων (σύμφωνα με την οποία, σχεδόν το 80% ενέκρινε τη συμφωνία με το Δημοκρατικό Κόμμα), αφορά, επίσης, ένα πρόγραμμα το οποίο διαμορφώνουν οι πολιτικές δυνάμεις του Κοινοβουλίου, με την υποστήριξη -εκτός από το Δημοκρατικό Κόμμα και το Κινημα Πέντε Αστέρων- του κόμματος Ελεύθεροι και Ίσοι (Liberi e Uguali) που διαθέτει τον απαραίτητο αριθμό γερουσιαστών για την επίτευξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Προς το παρόν, παρόλο που πέτυχαν τον πρώτο στόχο, να αποκλείσουν το ενδεχόμενο νέων εκλογών, δεν είναι σίγουρο αν θα καταφέρουν να αλλάξουν τις κοινωνικές και τις οικονομικές πολιτικές.
Ο ρόλος που ανατέθηκε στον Πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε, να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, ανοίγει μια προοπτική που ελπίζουμε ότι θα παραμείνει ανοιχτή, τουλάχιστον για αρκετό διάστημα, ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί μια εναλλακτική πρόταση που θα είναι ικανή να προτείνει μια αριστερή διέξοδο και θα στηρίζει την ψήφο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς κατά της εκλογής της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και των άκρως φιλελεύθερων πολιτικών που προκαλούν τη λαϊκή δυσφορία, από την οποία τρέφεται η Δεξιά.
Επομένως, βρισκόμαστε ενώπιον της συγκρότησης μιας «ευρωπαϊκής» κυβέρνησης, που προωθείται από όλες τις ελίτ, προκειμένου να εξοστρακιστούν οι ξενοφοβικές και εθνικιστικές δυνάμεις της Δεξιάς, κάτι για το οποίο δεν μετανιώνουμε με τίποτα. Ωστόσο, οφείλουμε, ταυτόχρονα, να δημιουργήσουμε μια αριστερή αντιπολίτευση που δεν αφήνει στη Δεξιά τον χώρο της κοινωνικής δικαιοσύνης και των εναλλακτικών λύσεων απέναντι στις φιλελεύθερες πολιτικές: πολιτικές που εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση συγκρότησης της νέας κυβέρνησης.