Στις 30 Νοεμβρίου άρχισε στο Παρίσι η 21η Σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP21). Από την Διάσκεψη του Ρίο, το 1992, μέχρι σήμερα ο στόχος όλων αυτών των συνόδων ήταν να υπάρξει συμφωνία στις πολιτικές που μπορούν να σταματήσουν την παγκόσμια υπερθέρμανση και να εμποδίσουν την κλιματική καταστροφή.
Ο συγκεκριμένος στόχος της Διάσκεψης είναι να περιορίσει την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2°C (κατά προτίμηση κατά 1.5 °C). Η εκπομπή CO2 στην ατμόσφαιρα είναι η βασική αιτία αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη. Ως εκ τούτου, στον πυρήνα του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής είναι η μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Όμως, μετά από περισσότερα από 20 χρόνια συνόδων για το κλίμα, οι εκπομπές CO2 δεν έχουν μειωθεί. Αντίθετα, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 60% (1992 – 2014). Αυτό δείχνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την μέχρι σήμερα αποτυχία της διαδικασίας των Διασκέψεων για το Κλίμα.
Μια πλανητική έκτακτη ανάγκη
Η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2°C θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα ως προς τις ακραίες καιρικές συνθήκες (βυθίσματα του εδάφους, πλημμύρες, καταιγίδες κλπ). Μέχρι σήμερα, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη αυξήθηκε κατά 0,7°C και έχουμε γίνει μάρτυρες καταστροφικών συνεπειών (οι πιο πρόσφατες είναι οι τυφώνες Χαϊγιάν στις Φιλιππίνες με 6.340 θύματα και Σάντι στη Νέα Υόρκη). Μια αύξηση της θερμοκρασίας μεγαλύτερη από 2°C-3, 4 ή και 6°C-θα έχει ως αποτέλεσμα κλιματική καταστροφή άγνωστων διαστάσεων, τις συνέπειες της οποίας είναι δύσκολο να φανταστούμε. Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζουμε μια πλανητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Κατόπιν τούτου, το ερώτημα είναι: θα μπορέσει η Σύνοδος του Παρισιού να καταλήξει σε συμφωνία για μέτρα που θα εμποδίσουν την καταστροφή;
Ο στόχος της Συνόδου του Παρισιού
Ο στόχος της Συνόδου του Παρισιού είναι οι διαπραγματεύσεις που θα γίνουν να καταλήξουν σε μια παγκόσμια συμφωνία για την κλιματική αλλαγή. Από τις προπαρασκευαστικές συναντήσεις που προηγήθηκαν φαίνεται ότι στο Παρίσι θα υπάρξει συμφωνία και ότι αυτή θα παρουσιαστεί ως μεγάλη επιτυχία. Η ύπαρξη συμφωνίας θα είναι πράγματι ένα σημαντικό γεγονός, αλλά το πρόβλημα είναι πως το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν θα είναι επαρκές για να εμποδίσει μια καταστροφικών διαστάσεων υπερθέρμανση του πλανήτη. Η σημαντικότερη αδυναμία της συμφωνίας φαίνεται ότι θα αφορά το γεγονός ότι αυτή δεν θα παράγει νομικές δεσμεύσεις. Θα είναι μια συμφωνία βασιζόμενη σε εθελοντικές δεσμεύσεις (τις αποκαλούμενες Εθνικά Καθορισμένες Προθέσεις Συνεισφορές-INDC) των χωρών ως προς την διάθεσή τους να μειώσουν τις εκπομπές ρύπων. Μέχρι σήμερα οι περισσότερες χώρες έχουν καταθέσει τις δεσμεύσεις τους από τις οποίες προκύπτει συνοπτικά ότι οι μειώσεις δεν είναι επαρκείς για να διατηρηθεί η παγκόσμια υπερθέρμανση κάτω από το κατώφλι των 2°C. Το πιο πιθανό σενάριο είναι οι 3°C+. Μια τέτοια συμφωνία θα οδηγήσει σε ανεπίστρεπτη κλιματική αλλαγή, στην οποία πρέπει να προστεθούν μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας και μια καταστροφική αναπτυξιακή κρίση.
Ο λόγος της αποτυχίας της διαδικασίας των Κλιματικών Διασκέψεων
Ο κύριος λόγος της αποτυχίας των Κλιματικών Διασκέψεων είναι, μεταξύ άλλων, ότι απέναντί μας έχουμε πολύ ισχυρά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που συνδέονται με την βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, καθώς και μια νεοφιλελεύθερη πολιτική επίθεση. 7 από τις 10 μεγαλύτερες και ισχυρότερες επιχειρήσεις στον κόσμο είναι εταιρείες πετρελαίου, οι οποίες χρησιμοποιούν όλη τη δύναμή τους για να εμποδίσουν την εφαρμογή πολιτικών που θα μπορούσαν να βλάψουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οι επιχειρήσεις αυτές υποστηρίζονται από έναν στρατό νεοφιλελεύθερων πολιτικών προσώπων διαφόρων κομματικών προελεύσεων. Ο αγώνας μας να αποφύγουμε καταστροφικές κλιματικές αλλαγές είναι, συνεπώς, στενά συνδεδεμένος με τον αγώνα για την κοινωνία που θέλουμε. Το συνδικαλιστικό κίνημα έχει να παίξει έναν σημαντικό ρόλο σ’ αυτόν τον αγώνα, λόγω της στρατηγικής θέσης του στη κοινωνία. Ακόμα δεν έχει αναλάβει στον βαθμό που χρειάζεται την ευθύνη του για τις εξελίξεις, αλλά η αλήθεια είναι ότι όλο και περισσότερα συνδικάτα συμμετέχουν στην εκστρατεία κατά της κλιματικής αλλαγής. Κάποιες πρωτοβουλίες, όπως αυτές των Συνδικάτων για την Ενεργειακή Δημοκρατία (TUED) και του Παγκόσμιου Κλιματικού Εργασιακού Δικτύου, αποτελούν μια σημαντική εξέλιξη, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Διεθνή Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία (ITUC) που πρωτοστατεί σε πολλές δράσεις και πιέσεις από τα κάτω.
Μπορούμε να εμποδίσουμε την κλιματική κρίση
Μπορούμε να εμποδίσουμε την κλιματική κρίση. Έχουμε τόσο την αναγκαία γνώση όσο και την τεχνολογία για να το κάνουμε. Αυτό που μας λείπει είναι η κοινωνική, πολιτική και οικονομική εξουσία που χρειάζεται για να πάρουμε τα αναγκαία μέτρα που θα σταματήσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η επίτευξη του στόχου μας δεν θα έρθει από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που μας κυβερνούν και ελέγχουν τις μεγάλες πετρελαϊκές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Μόνο η μαζική πίεση από τα κάτω, από μια ευρεία συμμαχία συνδικάτων, κοινωνικών κινημάτων, περιβαλλοντικών οργανώσεων και άλλων φορέων μπορεί να μας σώσει από την κλιματική καταστροφή.
Αν αυτό ισχύει, πρέπει να κάνουμε περισσότερα πράγματα από όσα ετοιμάζονται τώρα για μας στη Διάσκεψη για το Κλίμα, στο Παρίσι. Οι μαζικές κινητοποιήσεις 400.000 ανθρώπων κατά της κλιματικής αλλαγής στη Νέα Υόρκη στις 21 Σεπτεμβρίου του περασμένου χρόνου και οι εντυπωσιακές κινητοποιήσεις σε όλο τον κόσμο στα τέλη Νοεμβρίου είναι ενθαρρυντικές για την επιτυχία της προσπάθειάς μας. Η πίεση από τα κάτω, από τις λαϊκές δυνάμεις, όχι μόνο στο Παρίσι αλλά σε όλο τον κόσμο, είναι αυτή που θα κρίνει τη δυνατότητά μας θα να εφαρμοστούν όσα θα αποφασιστούν στο Παρίσι. Μετά το τέλος της Διάσκεψης COP21, πρέπει να ενισχύσουμε τις κινητοποιήσεις μας για πιο φιλόδοξες μειώσεις των εκπομπών CO2– για ένα μέλλον χωρίς καταστροφικές κλιματικές αλλαγές.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου