Πώς τοποθετούνται ιδεολογικά και κοινωνικά οι: Λεπέν, Ζεμούρ και Πεκρές ως προς τη Δεξιά και την ακροδεξιά;
Προς το παρόν, αυτό που θα καθορίσει την εξέλιξη του δεύτερου γύρου, με πρωταγωνιστή τον Εμανουέλ Μακρόν, θα είναι η επιλογή των ψηφοφόρων μεταξύ: της Βαλερί Πεκρές, της Mαρίν Λεπέν και του Ερίκ Zεμούρ. Επί τέσσερα χρόνια, οι υψηλές δημοσκοπήσεις προέβλεπαν ότι αντίπαλος του Μακρόν στον δεύτερο γύρο θα είναι η υποψήφια του Εθνικού Συναγερμού (RN), αλλά το περασμένο φθινόπωρο, η είσοδος στην προεκλογική κούρσα του ακροδεξιού υποψηφίου Ερίκ Ζεμούρ και στη συνέχεια, η στέψη της Βαλερί Πεκρές ως υποψήφιας Προέδρου των Ρεπουμπλικανών (LR), ανέτρεψαν τη Λεπέν από το βάθρο.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της εκστρατείας
- Παρά τους περιορισμούς της πανδημίας που κατέστησαν αδύνατες τις συνήθεις πολιτικές συγκεντρώσεις και καθυστέρησαν την έναρξη της εκστρατείας για πολλούς υποψηφίους, τις τελευταίες εβδομάδες, έχει επιταχυνθεί ο ρυθμός των πολιτικών εκδηλώσεων.
- Η αριστερά, κατακερματισμένη, με οκτώ υποψηφιότητες, και με την ακραία επικέντρωση των μέσων ενημέρωσης στους δεξιούς υποψήφιους, αγωνίζεται να κάνει τη φωνή της να ακουστεί και να δημιουργήσει χώρους διαλόγου και αντιπαράθεσης. Επιπλέον, η Αριστερά δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί από το ζήτημα μιας πιθανής συμμαχίας και να αντιμετωπίσει την αδυναμία της να ενωθεί, με έναν ενιαίο υποψήφιο. Ο υποψήφιος με τα πιο θετικά δημοσκοπικά αποτελέσματα (+/-9%) και την πιο ευδιάκριτη φωνή στον χώρο της Αριστεράς είναι ο Mελανσόν, κυρίως χάρη στις τακτικές και γεμάτες κόσμο εκδηλώσεις του. Οι σοσιαλδημοκράτες υποψήφιοι (Ζαντό, Ινταλγκό και Τομπιρά) δεν είναι σε θέση να ξεπεράσουν το 5%.
- Η Δεξιά συνεχίζει να είναι διαιρεμένη σε τρία μπλοκ τα οποία, παρόλα αυτά, είναι αρκετά ισχυρά: Λεπέν (+/-18%), Πεκρές (+/-16%) και Zεμούρ (+/-13%).
- Στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, ο Μακρόν παραμένει στην πρώτη θέση και προηγείται κατά πολύ στις δημοσκοπήσεις (25,5%), παρόλο που δεν έχει ακόμη ξεκινήσει επίσημα την προεκλογική του εκστρατεία. Η πρόσφατη τοποθέτησή του στην Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ του προσδίδει ισχυρό και «ενωτικό» κύρος.
Βαλερί Πεκρές – Οι Ρεπουμπλικάνοι (+/-16% στις δημοσκοπήσεις)
Η Πεκρές, η οποία βρίσκεται πλέον στήθος με στήθος με τη Λεπέν στις δημοσκοπήσεις, εργάζεται, από την εκλογή της στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών (LR), για να διαμορφώσει έναν πολιτικό χώρο μεταξύ του Μακρονισμού (του οποίου θα μπορούσε να αποτελέσει τη δεξιά πτέρυγα) και της ακροδεξιάς. Η υποψήφια των Ρεπουμπλικανών, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως «κατά τα 2/3 Μέρκελ και 1/3 Θάτσερ» και επικαλείται τακτικά την πνευματική κληρονομιά του Σιράκ, διεξάγει μια εκστρατεία που απευθύνεται κυρίως στον Μακρόν, προσπαθώντας να εμφανιστεί πιο σοβαρή και πιο σταθερή από αυτόν.
Σε σχέση με την Ευρώπη, για παράδειγμα, αντιμετωπίζει τη δυσκολία να βρει μια θέση ανάμεσα στον ευρω-ενθουσιασμό του Μακρόν και τον ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματός της αποτελεί μέρος της ατζέντας της Ένωσης ή έχει ήδη υιοθετηθεί από τον Μακρόν (φόρος άνθρακα, μεγάλα βιομηχανικά έργα, ρύθμιση των κοινωνικών δικτύων κ.λπ.), διαφοροποιείται από αυτόν σε θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης. Έκανε το πρώτο της προεκλογικό ταξίδι εκτός Γαλλίας στην Ελλάδα, όπου επέδειξε την αποφασιστικότητά της στα θέματα μετανάστευσης καταγγέλλοντας την «Ευρώπη- κόσκινο» και επαινώντας «τα συρματοπλέγματα» που κατασκευάζονται κατά των μεταναστών. Η Πεκρές είναι πολύ προσκολλημένη στη δημοσιονομική αυστηρότητα και την ανάγκη περικοπής των εργαζόμενων του δημόσιου τομέα. Με την πρόσφατη έκκλησή της να «βγει το σάρωθρο νερού υψηλής πίεσης» για να «καθαρίσει τις λαϊκές γειτονιές» στη διάρκεια μιας επίσκεψής της σε εργατική συνοικία, η υποψήφια προσπαθούσε να προσελκύσει τους ψηφοφόρους που το 2007 είχαν ψηφίσει υπέρ του Σαρκοζί.
Κοινωνικά, συγκεντρώνει ένα μάλλον τυπικό εκλογικό σώμα της φιλελεύθερης και της συντηρητικής Δεξιάς: ηλικιωμένους (το καλύτερο ποσοστό της είναι μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω), κυρίως συνταξιούχους επαγγελματίες, αλλά και διευθυντές εταιρειών, τεχνίτες και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων. Ενισχυμένη από τη θέση της πρόεδρου στην επαρχία Ile de France, απολαμβάνει την ισχυρή υποστήριξη των δεξιών κατοίκων της περιοχής.
Ερίκ Ζεμούρ – Reconquête («Ανακατάληψη»: +/-13% στις δημοσκοπήσεις)
Ο Ζεμούρ, από την πλευρά του, διεξάγει μια επιθετική εκστρατεία για τις ψήφους των ανυποχώρητων ακροδεξιών. Όση κατάχρηση κι αν έχει γίνει με το επίθετο «λαϊκιστής», εδώ δικαιολογείται. Με τον Zεμούρ, η ρητορική χρήση του «λαού» και του «συστήματος» δεν είναι ανεκδοτολογική· στηρίζει το σύνολο του πολιτικού του λόγου, ενός λόγου με υψηλό συγκρουσιακό τόνο. Γι’ αυτόν, τα άτομα που απαρτίζουν το «σύστημα» δεν έχουν απλώς αποτύχει, δεν έχουν απλώς προδώσει τον λαό: έχουν «δώσει όρκο να τον εξαφανίσουν» απειλώντας την ίδια την «ύπαρξή» του. Είναι, ακόμη, αξιοσημείωτο, ότι χρησιμοποιεί ψευδείς ειδήσεις στα μέσα ενημέρωσης, ιδίως όταν αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα, κάνοντας διάφορες αναθεωρητικές δηλώσεις, καθώς και όταν μιλά για τις εργατικές συνοικίες ή τους ασυνόδευτους αλλοδαπούς ανήλικους (τους οποίους εμφανίζει ως βιαστές), γεγονός για το οποίο ο Ζεμούρ έχει κατηγορηθεί πολλές φορές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Zεμούρ διεξάγει την εκστρατεία του με βάση τις εξής δύο κύριες αρχές: αυστηρότερη δικαιοσύνη, ιδίως έναντι των μεταναστών και των οικογενειών τους, και μια αυστηρά ελεγχόμενη μετανάστευση (κατάργηση της παραχώρησης ιθαγένειας με βάση την αρχή του εδάφους, απαγόρευση της νομιμοποίησης όσων έχουν εισέλθει στη χώρα παράνομα, κ.λπ.). Η εκστρατεία του είναι ανοιχτά ισλαμοφοβική (απαγόρευση της μαντήλας σε δημόσιους χώρους, απαγόρευση της κατασκευής μουσουλμανικών χώρων λατρείας), ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι προτείνει αντισυνταγματικά μέτρα.
Προτείνει επιδεικτικά μέτρα «σοκ», όπως η απόσυρση των κοινωνικών παροχών από τους γονείς παιδιών με παραβατική συμπεριφορά στο σχολείο ή η απαγόρευση των έργων κατασκευής ανεμογεννητριών. Το οικονομικό του πρόγραμμα παραμένει σκοπίμως ασαφές, ενώ αναφέρεται μόνο σε δημαγωγικά μέτρα, όπως μια ελαφριά αύξηση του κατώτατου μισθού ή η υποχρέωση των επιχειρήσεων να συμμετέχουν στο κόστος μετακίνησης των εργαζομένων τους. Αλλά η εγγύτητά του με την επιχειρηματική κοινότητα είναι εμφανής.
Από στρατηγική άποψη, ο Ζεμούρ προσπαθεί να εμφανίζεται ως ακρογωνιαίος λίθος της Δεξιάς, ως ο μόνος υποψήφιος της Δεξιάς που μπορεί να ενώσει το στρατόπεδό του. Θέλει να βάλει τέλος σε αυτό που περιγράφει ως το «ηθικό φράγμα» που έχει υψωθεί μεταξύ της ακροδεξιάς και της Δεξιάς και τους εμποδίζει να κερδίσουν την εξουσία. Παρότι πρώην μέλη του Εθνικού Συναγερμού (ακόμη και ορισμένα στελέχη των Ρεπουμπλικανών) βρίσκονται τώρα στο πλευρό του Ζεμούρ, ένας από τους περιορισμούς που βάζει ο ίδιος στο κόμμα του είναι το γεγονός ότι καθιστά αδύνατη τη συμφιλίωση των δεξιών, τοποθετώντας τον εαυτό του στην πιο ριζοσπαστική ή ακραία Δεξιά.
Ο Ζεμούρ οφείλει το μεγαλύτερο μέρος του 13% που κατέχει στις δημοσκοπήσεις στις ψήφους των πρώην ψηφοφόρων της Λεπέν και του Φιγιόν (το 2017 ο Φιγιόν ήταν υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών). Αυτές οι μετακινήσεις στο εκλογικό σώμα καθιστούν δυνατή τη σκιαγράφηση του προφίλ των ψηφοφόρων του. Μεταξύ των ψηφοφόρων της Λεπέν, προς τον Ζεμούρ στράφηκαν κυρίως όσοι ανήκουν στις ανώτερες τάξεις. Από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων, οι περισσότεροι πρώην ψηφοφόροι που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν τον Zεμούρ, προέρχονται από το χαμηλότερο στρώμα των ανώτερων τάξεων.
Τα ποσοστά του Zεμούρ είναι πολύ υψηλά μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων· ακολουθούν οι μεσαίες τάξεις, αλλά η υποστήριξή του παραμένει πολύ χαμηλή στις λαϊκές τάξεις. Στην πραγματικότητα, σημειώνει τα χαμηλότερα ποσοστά στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης. Ο Zεμούρ δεν κατάφερε να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους των αγροτικών περιοχών, δεν μπόρεσε να πείσει τους νέους και εξακολουθεί να εμφανίζει μεγάλη διαφορά μεταξύ γυναικών και ανδρών ψηφοφόρων.
Μαρίν Λεπέν: Εθνικός Συναγερμός (+/-18,5% των προθέσεων ψήφου)
Η Mαρίν Λεπέν διεξάγει μια λιγότερο ηχηρή εκστρατεία, και περιγράφεται από ορισμένους παρατηρητές ως το «ωραίο θύμα» του «κακού Ζεμούρ». Αλλά θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με αυτή την άποψη, διότι η υποψήφια του ΕΣ τα πάει αρκετά καλά και η πόλωση που προκαλεί ο Zεμούρ της επιτρέπει να συνεχίζει τη διαδικασία αποδαιμονοποίησής της. Άρα, ποντάρει στο να κατακτήσει τη δεύτερη θέση, βασιζόμενη στη χαλαρότητα του ρεπουμπλικανικού μετώπου και στην ισχυρή αποχή η οποία ευνοεί πάντα το κόμμα της. Επιπλέον, αν ο Ζεμούρ δε σταματά να εμφανίζεται στα μέσα ενημέρωσης, η Λεπέν επιδεικνύει καλύτερη γνώση του πεδίου της πολιτικής και του γαλλικού λαού και υπογραμμίζει την απουσία πολιτικής εμπειρίας εκ μέρους του ανταγωνιστή της.
Το 2017, η Λεπέν πρότεινε την έξοδο από το ευρώ, αλλά μια παρόμοια θέση δεν είναι πλέον δυνατή. Στο πρόγραμμά της για το 2022, η Λεπέν συνεχίζει να θολώνει τα οικονομικά ζητήματα με προτάσεις αριστερότερες από εκείνες του πατέρα της (όπως η υπεράσπιση των χαμηλών συντάξεων και μισθών και οι περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες) και με πολιτικές που ευνοούν τις ανώτερες τάξεις και την τοποθετούν εντός της φιλελεύθερης ορθοδοξίας (όπως η αποπληρωμή του χρέους ως ηθική ανάγκη). Παρότι τα μέτρα που προτείνει είναι πολύ έντονα και σε μεγάλο βαθμό στοχεύουν στη διακοπή κάθε μορφής μετανάστευσης και στην εξάλειψη των ισλαμιστικών ιδεολογιών, προτείνει και κάποια οικονομικά μέτρα που σε μεγάλο βαθμό εμπνέονται από τα αιτήματα των Κίτρινων Γιλέκων: μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια, αύξηση του κατώτατου μισθού και κατάργηση του τηλεοπτικού τέλους. Η Μαρίν Λεπέν φτάνει στο σημείο να υποστηρίζει προοδευτικά μέτρα, υπό τον όρο ότι αυτά θα αφορούν μόνο τις «γαλλικές» οικογένειες. Ουσιαστικά, προτείνει οριακές προσαρμογές αντί για ένα οικονομικό όραμα· όμως οι ψηφοφόροι της την υποστήριξαν αρχικά για τον αντιμεταναστευτικό, αντι-ισλαμικό, αντιευρωπαϊκό της λόγο: πρόκειται για ένα εκλογικό σώμα για το οποίο τα ζητήματα ταυτότητας υπερισχύουν όλων των άλλων.
Κοινωνιολογικά, η δύναμη της Λεπέν έγκειται στο ότι έχει συγκεντρώσει ένα εκλογικό σώμα με ισχυρό ποσοστό νέων (22% μεταξύ των ατόμων κάτω των 35 ετών), με μέλη των λαϊκών τάξεων (συγκεντρώνει το 31% των ψήφων της εργατικής τάξης) και περισσότερες γυναίκες από άνδρες ψηφοφόρους (20% και 14% αντίστοιχα). Επιπλέον, παραμένει ισχυρή στις αγροτικές περιοχές και στους λιγότερο μορφωμένους πληθυσμούς.
Συμπέρασμα
Η Δεξιά και η ακροδεξιά αντιμετωπίζουν ένα ενδιαφέρον αλλά ανησυχητικό παράδοξο: προχωρούν διχασμένες, αλλά δυναμικές και ισχυρές. Η διαρκής παρουσία τους στα ΜΜΕ επικεντρώνει τη γενική προεκλογική εκστρατεία στα θέματα που προτιμούν: τη μετανάστευση και την ασφάλεια. Ο Μακρόν ωφελείται από αυτή την εξέλιξη εμφανιζόμενος, σε αντιπαράθεση με αυτές, ως ο υποψήφιος του προοδευτικού στρατοπέδου. Η Αριστερά, διχασμένη και λιγότερο ορατή, πρέπει να ανοίξει γρήγορα έναν χώρο για πραγματικά χειραφετητικές πολιτικές και σχέδια.