Η έντονη κριτική που ασκείται από ΜΚΟ και αριστερές ομάδες στην πολιτική μετανάστευσης και ασύλου της Ευρώπης είναι δικαιολογημένη: εδώ και πολλά χρόνια αυτή η πολιτική συναινεί στη συνεργασία με αντιδημοκρατικά τρίτα κράτη.
Μια πολιτική η οποία, μέσω του οργανισμού Frontex, για την προστασία των συνόρων της ΕΕ, ανέχεται τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μάλιστα, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, τις κρύβει κάτω από το χαλί. Η μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ επιτρέπει στους αιτούντες άσυλο να σαπίζουν κυριολεκτικά μέσα σε καταυλισμούς στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, αντί να τους συνδράμει, μέσω ομαλών και ανθρώπινων διαδικασιών ασύλου και ένταξης, να εισέλθουν σε μια νέα, αξιοπρεπή, και πάνω απ’ όλα ασφαλή ζωή. Αντ’ αυτού, βλέπουμε παράνομες επαναπροωθήσεις στη διάρκεια των οποίων πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν με φρικτό θάνατο.
Οι ηλικιωμένοι, οι αδύναμοι, οι γυναίκες και τα παιδιά. Στην Πολωνία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Κροατία, τη Λιθουανία ή τη Λετονία – παντού αποκαλύψαμε απαράδεκτες συνθήκες και παρατηρήσαμε τις βίαιες πρακτικές της συνοριακής αστυνομίας.
Στις Βρυξέλλες, ένα «νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση» είναι σε διαδικασία διαπραγμάτευσης. Αντί όμως για μια «νέα αρχή» που καταργεί το σύστημα του Δουβλίνου, οι προτάσεις περιλαμβάνουν ένα σύμφωνο που οδηγεί σε στέρηση των δικαιωμάτων. Ως η αριστερή ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχουμε την ευθύνη να εργαστούμε πάνω στις πέντε προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων. Υπάρχουν βασικά ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων: η ευθύνη, η κατανομή, η προστασία των ευάλωτων ομάδων κ.λπ. Σχεδόν σε κανένα από αυτά δεν συγκροτούνται προοδευτικές πλειοψηφίες, όπως επίσης δεν παρατηρείται καμιά εντυπωσιακή πρόοδος. Έπειτα από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη την άνοιξη του 2023, οι θέσεις του Κοινοβουλίου πρέπει να ολοκληρωθούν.
Πριν από το τέλος του περασμένου έτους υπήρξε μεγάλη κινητικότητα: ενώ το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο τριμερών διαπραγματεύσεων, δεσμεύτηκε να εφαρμόσει τη ρύθμιση EURODAC και τον έλεγχο της επιλογής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, μετά από χρόνια αποκλεισμού, άνοιξε τον δρόμο για την Οδηγία Υποδοχής, την Οδηγία Αξιολόγησης και την επανεγκατάσταση. Είναι ένα πρώτο βήμα. Ωστόσο, οι πραγματικά δύσκολες -από πολιτική σκοπιά- δέσμες μέτρων, όπως ο RAMM (κανονισμός για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης, που είναι ο νέος κανονισμός του Δουβλίνου), ο οποίος περιλαμβάνει τον τρόπο κατανομής των προσφύγων στην ΕΕ, τους κανόνες για τη διαδικασία ασύλου και τον λεγόμενο κανονισμό για την αντιμετώπιση κρίσεων, είναι ακόμη υπό διαπραγμάτευση στο Κοινοβούλιο. Εδώ, δεν έχουμε πολλές ελπίδες για ισχυρές προοδευτικές πλειοψηφίες.
Συγκεκριμένα, όταν γίνεται λόγος για υποχρεωτική υποδοχή των προσφύγων, τα κράτη μέλη περί άλλα τυρβάζουν. Είναι αλήθεια ότι η λεγόμενη «δήλωση αλληλεγγύης» υπογράφηκε από 18 κράτη μέλη (και τρεις συνδεόμενες χώρες). Ωστόσο, ο μηχανισμός είναι εθελοντικός και νομικά αδέσμευτος, και ως εκ τούτου πρακτικά άχρηστος. Απομένει ενάμισης χρόνος μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Παρόλο που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η εκ περιτροπής Προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΕ συμφώνησαν πρόσφατα σε ένα χρονοδιάγραμμα, δεσμευόμενοι να εγκρίνουν το Σύμφωνο έως τον Φεβρουάριο του 2024, η υπερψήφιση των περισσότερων από τις νομοθετικές προτάσεις δεν φαίνεται ρεαλιστική. Εφόσον απορρίπτουμε το Σύμφωνο Για τη Μετανάστευση στην τρέχουσα μορφή του, καθώς και όλα όσα το Συμβούλιο έχει θέσει επί τάπητος (τα οποία μοιάζουν είτε να επιδεινώνουν, είτε να αδειάζουν την πρόταση της Επιτροπής), μένει να δούμε αν το Κοινοβούλιο μπορεί να προβεί σε σημαντικές βελτιώσεις.
Πρέπει, ωστόσο, να συμμαχήσουμε με όλους τους πολέμιους του Συμφώνου, γνωρίζοντας καλά ότι ακόμη και στις τάξεις των Πρασίνων υπάρχουν βουλευτές του ΕΚ που θα ενέκριναν έναν συμβιβασμό πάνω στα σχέδια που παρουσίασε η Επιτροπή.
Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τίποτα λιγότερο από τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα: το δικαίωμα στο άσυλο και την προστασία. Πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας και να σφυρηλατήσουμε συμμαχίες: για μια Ευρώπη που θυμάται τις δημοκρατικές ανθρωπιστικές αξίες της και τερματίζει μια για πάντα την πολιτική του σφραγίσματος των συνόρων, μιας πρακτικής που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι άνθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο, τις διακρίσεις και τις διώξεις χρειάζονται προστασία και αναγνώριση, ανεξάρτητα από τον τόπο προέλευσής τους.
Επομένως, ήταν απολύτως σωστό και σημαντικό το ότι εξασφαλίσαμε την ταχύτερη βοήθεια, προστασία και ασφάλεια στους Ουκρανούς πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες ζώνες. Από την έναρξη του πολέμου, 8 εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει την Ουκρανία για την ΕΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ που οι πρόσφυγες λαμβάνουν καθεστώς γενικής προστασίας και, χωρίς καν να χρειάζεται να υποβάλουν αίτηση ασύλου, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα. Ένα μάθημα που πήραμε από τον φριχτό πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Και που δείχνει ότι η ΕΕ μπορεί εύκολα να υποδεχθεί μεγάλο αριθμό ανθρώπων με απλό τρόπο, όταν το επιθυμεί. Σε αντίθεση με το Σύμφωνο Μετανάστευσης που προτείνει η Επιτροπή, υπάρχουν τρόποι και μέσα για την παροχή βοήθειας σε άτομα που έχουν ανάγκη. Εδώ όμως βλέπουμε τη διαφορά, διότι οι μη Ουκρανοί πρόσφυγες, από όπου και αν προέρχονται και για οποιονδήποτε λόγο, αυτομάτως τυγχάνουν χειρότερης μεταχείρισης. Αυτό αποτελεί την έκφραση ενός βαθιά ρατσιστικού τρόπου σκέψης εκ μέρους της Επιτροπής και του Συμβουλίου.
Οι πρόσφυγες από άλλες χώρες απωθούνται παράνομα, συλλαμβάνονται, απελαύνονται ή περιμένουν μήνες απλώς και μόνο για να μπορέσουν να υποβάλουν αίτηση ασύλου. Για τον σκοπό αυτό, δημιουργούνται συνοριακοί φράχτες, οι οποίοι πρόσφατα χρηματοδοτήθηκαν ακόμη και από τα ταμεία της ΕΕ. Αυτή η λογική δύο μέτρων εφαρμόζεται στις πλάτες της μοίρας πραγματικών ανθρώπων. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ ή πρόκειται σύντομα να χαθούν μέσα σε αφρικανικούς καταυλισμούς. Το ζήτημα αυτό αφορά, εδώ και πολύ καιρό, όχι μόνο τους πρόσφυγες, αλλά και την αντίληψη που έχουμε για τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη. Μια Ευρώπη φραχτών και οχυρών θα είναι εχθρός της κοινωνικής προόδου. Με αυτόν τον τρόπο απαξιώνουμε, όχι μόνο κάθε αξιοπιστία μας, αλλά και την κοινή μας θέση στην Ευρώπη, διότι οι συνεχώς εκθειαζόμενες αξίες της ΕΕ αποσυντίθενται σταδιακά. Όταν μιλάμε για ίση μεταχείριση των προσφύγων, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το δικαίωμα ασύλου γεννήθηκε κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών ημερών στην ήπειρό μας, ως ασπίδα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικών μας συμπεριλαμβανομένων.