Η εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης για τη Μέση Ανατολή θα συμβάλει τα μέγιστα στην ειρήνη και την ασφάλεια της Ευρώπης, χωρίς τις οποίες η ευημερία και η δημοκρατία δεν μπορούν να διασφαλιστούν. Η ευρωπαϊκή αριστερά πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της, και για το δικό της συμφέρον.
Οι Βάλτερ Μπάϊερ και Γκρέγκορ Γκίζι στο κλείσιμο του συνεδρίου, στις 16/01/17
Μετά από σχεδόν τρεις ημέρες γεμάτες με ενδιαφέρουσες συζητήσεις, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την επιτυχία του συνεδρίου μας [1], κυρίως γιατί συγκέντρωσε τους σωστούς ανθρώπους, στο σωστό τόπο, τη σωστή στιγμή.
Ωστόσο αυτός ο τόπος, η πόλη μου η Βιέννη, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί εύκολο μέρος για τη συζήτηση των σχέσεων Παλαιστίνης-Ισραήλ, αφού από τη μια, τον 19ο αιώνα απέκτησε τη φήμη της «παγκόσμιας πρωτεύουσας του αντισημιτισμού», κι από την άλλη ήταν η πόλη του Τέοντορ Χερτσλ και ο τόπος όπου δημοσιεύτηκε το εμβληματικό βιβλίο του The State of the Jews (Το εβραϊκό Κράτος).
Το 1938, όταν τα ναζιστικά στρατεύματα προσάρτησαν την Αυστρία στο Τρίτο Ράιχ, για το οποίο είχαν πιστέψει ότι θα διαρκούσε χίλια χρόνια, η Βιέννη φιλοξενούσε μια ανθηρή εβραϊκή κοινότητα που μετρούσε 185.000 ψυχές. Επτά χρόνια μετά η χιλιετία είχε παρέλθει, αλλά η εβραϊκή κοινότητα της πόλης μετρούσε πλέον μόνο 25.000 άτομα. 60.000 εβραίοι είχαν δολοφονηθεί στα στρατόπεδα και πολλοί από όσους κατάφεραν να γλιτώσουν τη γενοκτονία δεν είχαν την παραμικρή επιθυμία να επιστρέψουν σε μια πόλη που τους είχε προσφέρει μόνο διώξεις και ταπεινώσεις.
Χρειάστηκαν πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ώστε η αυστριακή κοινωνία να δεχτεί να αναγνωρίσει το έγκλημα που είχε διαπραχθεί, με τη συμμετοχή πάρα πολλών πολιτών της Βιέννης. Η δύσκολη πολιτική συζήτηση γύρω από το προαναφερθέν, αξιοσημείωτο, αντισημιτικό ρεκόρ της Αυστρίας, επέτρεψε σε πολλούς ανθρώπους, ειδικά στους νέους και τους μορφωμένους, να συνειδητοποιήσουν τις διαστάσεις του προβλήματος, γεγονός το οποίο μπορεί να ακούγεται υπερβολικό στους μη Αυστριακούς οι οποίοι δεν γνωρίζουν καλά αυτή την τραγική ιστορία. Εμείς, ωστόσο, θεωρούμε αυτήν τη συνειδητοποίηση μια μείζονα επιτυχία της μεταπολεμικής δημοκρατίας της Αυστρίας.
Όμως, το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο της Αυστρίας διάλεξε ξανά, όπως ήταν αναμενόμενο, τον εύκολο δρόμο. Παρότι αναγνώρισε τις ευθύνες του για τα εγκλήματα που έγιναν εις βάρος του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας, αστόχησε και πάλι με το να μην αναγνωρίζει, αυτή τη φορά, ότι η Παλαιστίνη δεν ήταν μια «χώρα χωρίς λαό», ούτε καν την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας. Ενώ αναγνώρισαν στον εβραϊκό λαό το δικαίωμα να έχει πατρίδα, έκλεισαν τα μάτια στα δεινά των ανθρώπων που κατοικούσαν τη γη που παραχωρήθηκε από τη διεθνή κοινότητα στους Εβραίους ως πατρίδα. Έτσι, όλοι αποδέχθηκαν ότι οι Άραβες της Παλαιστίνης έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα του εγκλήματος που είχαν διαπράξει λευκοί Ευρωπαίοι εις βάρος λευκών Ευρωπαίων μέσα σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Επομένως, μέσω μιας ιστορικής συγκυρίας η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ όχι μόνο ανταποκρινόταν στις προσδοκίες πολλών, όχι όλων φυσικά, των Εβραίων της Ευρώπης, αλλά ταυτόχρονα αντανακλούσε και την πρόθεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων να απαλλαγούν από την ενοχή, η οποία στην περίπτωση της Γερμανίας και της Αυστρίας αφορούσε την ενεργό συμμετοχή στο ολοκαύτωμα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είχε να κάνει με μια Realpolitik η οποία επέτρεψε την υλοποίηση της γενοκτονίας. Θα ήταν άραγε υπερβολικό αν αποκαλούσαμε αυτή τη μετάθεση της ενοχής, αυτόν τον εξαναγκασμό τρίτων να ξεπληρώσουν το γραμμάτιο της Ευρώπης, ηθική αποικιοκρατία;
Θα ήθελα να αποτίσω τιμή στον φίλο μας Άρι Ρατ, πρώην αρχισυντάκτη της εφημερίδας Jerusalem Post, ο οποίος είχε προσκληθεί σε αυτό το συνέδριο αλλά απεβίωσε πριν από λίγες μέρες, στα 92 του.
Η παιδική του ηλικία σταμάτησε απότομα όταν, το 1938, στα δεκατρία του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Βιέννη και να πάει στην Παλαιστίνη. Εκεί γνώρισε και ελπίδες και δοκιμασίες, ζώντας σε ένα Κιμπούτς, εκεί χαιρέτισε την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ αλλά, παρότι Σιωνιστής, ένιωθε ντροπή για τη Νάκμπα που είχε εκδιώξει 700.000 Παλαιστίνιους μακριά από τα σπίτια και τα χωριά τους. Ωστόσο, ως αφοσιωμένος ισραηλινός πολίτης, ο Άρι συμμετείχε σε πολυάριθμους πολέμους.
Το 2012, μιλώντας για την εξαιρετική επαγγελματική του καριέρα σε μια συνέντευξη που έδωσε σε αυστριακή εφημερίδα, ο Αρι Ρατ εξέφρασε την απογοήτευσή του: «Σήμερα το Ισραήλ είναι μια τεράστια απογοήτευση για μένα, μια προσωπική καταστροφή. Ο ρατσισμός είναι ανεξέλεγκτος. Ο Άβιγκντορ Λίμπερμαν, ένας τύπος με ριζοσπαστικές δεξιές απόψεις, έγινε υπουργός εξωτερικών. Καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να απομακρύνουν τη διαπραγμάτευση για την ειρήνη. Οι ισραηλινοί οικισμοί στα κατεχόμενα επεκτείνονται και η ισραηλινή αριστερά δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό».
Ο Μπρούνο Κράισκι, ένας άλλος εξέχων Βιεννέζος, «εβραϊκής καταγωγής» όπως περιέγραφε τον εαυτό του, αποφάσισε να υποστηρίξει την υπόθεση του παλαιστινιακού λαού. Όχι μόνο εισήγαγε τον Γιασέρ Αραφάτ στη διεθνή αρένα και έδωσε στην PLO τη δυνατότητα να αποκτήσει μόνιμη διπλωματική αντιπροσωπεία στη Βιέννη, η οποία στεγάζει και υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών, αλλά, ως ηγέτης της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, καλούσε την Ευρώπη να πάρει θέση για τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή ανεξάρτητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και να υπερασπιστεί το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του παλαιστινιακού λαού που θα περιελάμβανε και το δικαίωμά του σε ένα δικό του βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος.
Το 1979 ειδικά, μιλώντας στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος του Ισραήλ, είπε ότι: «Το Ισραήλ δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει ούτε ποιοι θα είναι οι γείτονές του ούτε ποιος θα είναι ο ηγέτης του παλαιστινιακού λαού».
Συνάντησα τον Μπρούνο Κράισκι το 1983, τη στιγμή που αποσυρόταν από την πολιτική και τη στράτευσή του στο Μεσανατολικό ζήτημα, για λόγους που θα προτιμούσα να μην περιγράψω. Ωστόσο, είχε προειδοποιήσει ότι αν η σύγκρουση Παλαιστινίων- Ισραηλινών δεν επιλυόταν ειρηνικά μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ολόκληρη η Μέση Ανατολή θα φλεγόταν, γεγονός το οποίο θα επηρέαζε αναπόφευκτα και την Ευρώπη, δημιουργώντας ακόμη και τον κίνδυνο ενός παγκοσμίου πολέμου. Ο Μπρούνο Κράισκι μπορεί να έπεσε έξω σε ορισμένα σημεία, η απαισιόδοξη πρόβλεψή του, όμως, για τις σχέσεις Ισραήλ- Παλαιστίνης αποδείχθηκε σωστή.
Παρόλα αυτά, υπάρχει ακόμη ελπίδα για τη Μέση Ανατολή. Η πρόσφατη Απόφαση 2334 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σηματοδοτεί μια σημαίνουσα μετατόπιση της αντίδρασης της διεθνούς κοινότητας απέναντι στη συνεχιζόμενη κατοχή της παλαιστινιακής γης, γιατί εστιάζει επακριβώς στην εποικιστική δραστηριότητα του Ισραήλ εντός των κατεχόμενων εδαφών ως ενός από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ειρήνευση ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Το Συμβούλιο Ασφαλείας κοινοποιεί ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά «κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου» και «επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς το Ισραήλ να παύσει αμέσως και εξ’ ολοκλήρου κάθε εποικιστική δραστηριότητα στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ», ενώ επισημαίνει εκ νέου «την υποχρέωση του Ισραήλ, που είναι η δύναμη κατοχής, να τηρεί απαρέγκλιτα τις νόμιμες υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη Σύμβαση».
Ωστόσο, όλα αυτά παραμένουν λέξεις επί χάρτου όσο η διεθνής κοινότητα δεν αποφασίζει να αναλάβει δράση και να ασκήσει πίεση στην ηγεσία του Ισραήλ, ώστε να αλλάξει τη στάση της.
Αυτό αφορά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως εκ τούτου, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ζητά από την ΕΕ να αναστείλει τη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ- Ισραήλ, μέχρις ότου το Ισραήλ απομακρύνει τους παράνομους οικισμούς, σταματήσει την κατοχή της Παλαιστίνης και ξεκινήσει μια ειλικρινή διαδικασία ειρήνευσης με στόχο μια βιώσιμη λύση δύο κρατών.
Κανείς σε αυτή την αίθουσα δεν έχει αυταπάτες για τις δυσκολίες και τα εμπόδια που ενέχει ο δρόμος προς ένα καθεστώς δίκαιης και βιώσιμης ειρήνης. Ούτε θα είναι εύκολο να λυθεί το πρόβλημα του εποικισμού των κατεχόμενων εδαφών, ακόμη και αν λήξει η κατοχή και συγκροτηθεί μια παλαιστινιακή αρχή. Θα είναι εξίσου δύσκολο να ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα των 800.000 Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να αποζημιωθούν. Επιπλέον, θα χρειαστεί πολλή καλή θέληση και πολιτική ωριμότητα για να μετατραπεί η Ιερουσαλήμ σε πρωτεύουσα και της Παλαιστίνης και του Ισραήλ. Ωστόσο, αν δεν λυθούν αυτά τα λεπτά ζητήματα, η ειρήνη δεν είναι δυνατή.
Τέλος, η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποδοχή της «λύσης των δύο κρατών» η οποία, μετά από δεκαετίες εχθρότητας μεταξύ των δυο λαών, αποτελεί το μοναδικό ρεαλιστικό δρόμο προς τα εμπρός, όπως συμφωνήσαμε όλοι στις συζητήσεις που οργανώσαμε. Αλλά, η λύση αυτή συνεπάγεται την αποδοχή μιας κοινής αρχής. Δηλαδή, η «λύση των δυο κρατών» είναι δυνατή μόνο αν και οι δυο πλευρές αναγνωρίσουν το γεγονός ότι σε αυτή τη στενή λωρίδα γης ανάμεσα στην Ερυθρά Θάλασσα και τον Ιορδάνη συνυπάρχουν δυο λαοί οι οποίοι έχουν δικαίωμα να ζουν με ειρήνη και ασφάλεια και ταυτόχρονα, έχουν δικαίωμα στο δημοκρατικό αυτοπροσδιορισμό.
Στη διάρκεια της συζήτησής μας διατυπώθηκαν σχόλια και για τις πολιτικές ηγεσίες, ειδικά για την εθνικιστική δεξιά κυβέρνηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Απέναντι στις αποτυχίες της επίσημης πολιτικής, πρέπει να επενδύσουμε τις ελπίδες μας στην κοινωνία των πολιτών και των νεότερων γενεών και από τις δυο πλευρές. Ωστόσο, αν η λαχτάρα των νεαρών Παλαιστινίων για μια αξιοπρεπή ζωή συνεχίσει να ματαιώνεται, το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση, αποπροσανατολισμός και βία.
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία του συνεδρίου μας ήταν ο διάλογος ανάμεσα σε πολιτικούς και καλλιτέχνες. Η τέχνη, μέσω της καθολικότητάς της, έχει τη δύναμη να υπερβαίνει τα σύνορα και να ενώνει τους ανθρώπους εκεί όπου η συμβατική γλώσσα της πολιτικής αδυνατεί να το κάνει.
Ας ξαναθυμίσω λοιπόν ορισμένες από τις προτάσεις που διατυπώθηκαν στη διάρκεια των συζητήσεών μας. Η μια αφορούσε τη διάδοση του μηνύματός μας μέσα από την υπέροχη έκθεση που παρουσιάστηκε εδώ. Η ίδια έκθεση θα μπορούσε να παρουσιαστεί και σε άλλες πρωτεύουσες, όπως οι Βρυξέλες, το Βερολίνο, το Παρίσι, ή και αλλού.
Επίσης, η πρόταση που αφορούσε τη συνέχιση αυτού του «Βιεννέζικου Διαλόγου» (Vienna Dialogue) και τη μεταφορά του και σε άλλες πόλεις. Ως πιθανοί τόποι προτάθηκαν η Ραμάλα και το Τελ Αβίβ. Ας μελετήσουμε προσεκτικά όλες τις προτάσεις ώστε να καταλήξουμε σε κάποια που να είναι αποδεκτή από όλες τις πλευρές και εφικτή από τεχνική και οικονομική άποψη.
Συνοψίζοντας, θα τόνιζα ότι η ευρωπαϊκή αριστερά πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της, και για το δικό της συμφέρον. Η εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στη Μέση Ανατολή θα συμβάλει τα μέγιστα στην ειρήνη και την ασφάλεια της Ευρώπης, χωρίς τις οποίες η ευημερία και η δημοκρατία δεν μπορούν να διασφαλιστούν. Με αυτή την έννοια, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι σε αυτό το Συνέδριο συμμετείχαν οι Γκάμπι Τσίμερ, επικεφαλής της Ομάδας της Ενωμένης Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Γκρέγκορ Γκίζι, πρόσφατα εκλεγείς πρόεδρος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, και Βόλφγκανγκ Γκέρκε, μέλος του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Die LINKE) εντός του οποίου δραστηριοποιείται εδώ και καιρό, στην Επιτροπή Εξωτερικής Πολιτικής.
Σημείωση:
[1] Η παρούσα ανακοίνωση έγινε στις 16 Ιανουαρίου 2017 στο Συνέδριο του transform! με τίτλο: “The Middle East at Historical Crossroads” (Η Μέση Ανατολή σε Ιστορικό Σταυροδρόμι), στη Βιέννη.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου