Ο νεοφιλελευθερισμός πεθαίνει, ενώ η ριζοσπαστική Αριστερά και η Ακροδεξιά είναι οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που είναι ικανές να δημιουργήσουν ένα άλλο σύστημα, λέει ο κάτοχος του Εναλλακτικού Βραβείου Νόμπελ Γουόλντεν Μπέλο, καθηγητής κοινωνιολογίας, στο πρόσφατο συνέδριο για το κλίμα, για την κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Ο Γουόλνετν Μπέλο είναι
Ο νεοφιλελευθερισμός πεθαίνει, ενώ η ριζοσπαστική Αριστερά και η Ακροδεξιά είναι οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που είναι ικανές να δημιουργήσουν ένα άλλο σύστημα, λέει ο κάτοχος του Εναλλακτικού Βραβείου Νόμπελ Γουόλντεν Μπέλο, καθηγητής κοινωνιολογίας, στο πρόσφατο συνέδριο για το κλίμα, για την κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την κρίση του νεοφιλελευθερισμού.
Ο Γουόλνετν Μπέλο είναι συνιδρυτής και επικεφαλής αναλυτής στη ΜΚΟ Focus on the Global South που εδράζεται στην Μπανγκόγκ. Κατέχει τον τίτλο του Διεθνούς Αναπληρωτή Καθηγητή Κοινωνιολογίας στο State University της Νέας Υόρκης στο Μπινγκχάμπτον. Έλαβε το Βραβείο Ορθού Βίου (Right Livelihood Award), γνωστό και ως Εναλλακτικό Βραβείο Νόμπελ, το 2003, και τον χαρακτηρισμό του Εξέχοντος Δημόσιου Ακαδημαϊκού της Ένωσης Διεθνών Σπουδών το 2008. Η ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε στις 11 Μαρτίου 2021 στο συνέδριο How to Combat Climate Warming – Green Capitalism or system change? (Πώς να καταπολεμήσουμε την υπερθέρμανση του κλίματος – Πράσινος καπιταλισμός ή αλλαγή συστήματος;) που διοργάνωσε το transform! Δανίας.
Η πανδημία του Covid-19 είναι η δεύτερη μείζων κρίση της παγκοσμιοποίησης μέσα σε μια δεκαετία. Η πρώτη ήταν η οικονομική κρίση που έπληξε την παγκόσμια οικονομία το 2008-2009, η ανάκαμψη από την οποία της πήρε πολλά χρόνια.
Τρισεκατομμύρια δολλάρια έγιναν καπνός στην κρίση του 2008, λίγοι όμως διαμαρτυρήθηκαν για τους ανεξέλεγκτους χρηματοπιστωτικούς παίκτες που πυροδότησαν την κρίση. Πιο σοβαρές ήταν οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία. Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους. Μόνο στην Κίνα, 25 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άνεργοι στο δεύτερο μισό του 2008. Οι εναέριες μεταφορές εμπορευμάτων υποχώρησαν κατά 20% σε ένα χρόνο (πράγμα που ήταν καλό για το κλίμα). Οι παγκόσμιες αλυσίδες ανεφοδιασμού, πολλές από τις οποίες είχαν την έδρα τους στην Κίνα, ζημιώθηκαν σοβαρά. Ο Economist διαπίστωνε με πικρία ότι «η ολοκλήρωση της παγκόσμιας οικονομίας είναι σε υποχώρηση σχεδόν σε όλα τα μέτωπα». Αλλά, σε αντίθεση με τους φόβους του Economist, και προς απογοήτευση όσων είχαν δει με καλό μάτι την κρίση της παγκοσμιοποίησης, οι μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να γίνουν απορρίφθηκαν και, μετά την κορύφωση της ύφεσης το 2009, επιστρέψαμε στην προτέρα κατάσταση (business as usual). Παρότι ο πλανήτης μπήκε σε αυτό που οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι αποκαλούν φάση «σταθερότητας» ή χαμηλής ανάπτυξης με συνεχιζόμενη υψηλή ανεργία, η παραγωγή που προοριζόταν για εξαγωγές μέσω της χρήσης καταστροφικών -για το κλίμα- παγκόσμιων αλυσίδων ανεφοδιασμού και το παγκόσμιο εμπόριο συνέχισαν την προέλασή τους.
Συνδεσιμότητα: το νέο σλόγκαν
Οι εκπομπές άνθρακα είχαν επιβραδυνθεί στην αποκορύφωση της κρίσης, αλλά στη συνέχεια ανέκτησαν την αυξητική τους τάση. Οι εναέριες μεταφορές εμπορευμάτων επανέκαμψαν και τα αεροπορικά ταξίδια αυξήθηκαν ακόμη πιο θεαματικά. Μετά από μια υποχώρηση κατά 1,2% το 2009, τα αεροπορικά ταξίδια αυξάνονταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,5% μεταξύ του 2010 και του 2019. Η «συνδεσιμότητα» στις μεταφορές, ειδικά τις εναέριες, επρόκειτο να αποτελέσει το κλειδί της επιτυχούς παγκοσμιοποίησης. Όπως το έθεσε ο γενικός διευθυντής της ισχυρής Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών (IATA):
«Ο περιορισμός της ζήτησης για αεροπορική συνδεσιμότητα θέτει σε κίνδυνο θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας και την οικονομική δραστηριότητα που εξαρτάται από την παγκόσμια κινητικότητα. […] οι κυβερνήσεις πρέπει να καταλάβουν ότι η παγκοσμιοποίηση έκανε τον κόσμο μας κοινωνικά και οικονομικά πιο ευτυχισμένο. Το να εμποδίζουμε την παγκοσμιοποίηση λαμβάνοντας προστατευτικά μέτρα θα δημιουργήσει πολλές χαμένες ευκαιρίες».
Η Κίνα, οι πρωταθλητές, η παγκοσμιοποίηση και η συνδεσιμότητα
Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να πέτυχε την ανάκαμψή της, παρότι εύθραυστη, αλλά η οικονομική κρίση και η παγκόσμια στασιμότητα που ακολούθησαν, της κόστισαν ακριβά σε όρους νομιμοποίησης, ειδικά στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, όπου τα δεξιά κινήματα επωφελήθηκαν από τη συγκυρία για να προωθήσουν την εθνικιστική οικονομική τους ατζέντα. Στο μεταξύ, η Κίνα, επωφελήθηκε από την προσχώρηση της Δύσης στον οικονομικό εθνικισμό και απομονωτισμό προβάλλοντας τον εαυτό της ως τον νέο πρωταθλητή της παγκοσμιοποίησης. Στο Νταβός, τον Ιανουάριο του 2017, ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζιν Πινγκ είπε ότι «η παγκόσμια οικονομία είναι ένας μεγάλος ωκεανός από τον οποίο δεν μπορείς να δραπετεύσεις» και στον οποίο η Κίνα «έχει μάθει να κολυμπάει». Απηύθυνε κάλεσμα στους πολιτικούς και επιχειρηματικούς ηγέτες του κόσμου να «υιοθετήσουν και να ηγηθούν της παγκοσμιοποίησης, να περιορίσουν τις αρνητικές της συνέπειες και να χαρίσουν τα οφέλη της σε όλες τις χώρες και σε όλα τα έθνη».
Επιπλέον, ο Σι ενίσχυσε τα λεγόμενά του με ένα μεγα-πρόγραμμα ενός τρις δολλαρίων με το όνομα: Belt and Road Initiative (BRI) που ανακαλεί στη μνήμη τους παροιμιώδεις «δρόμους του μεταξιού» μέσα από τους οποίους διεξαγόταν το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Ευρώπης στους πρώιμους χρόνους της σύγχρονης εποχής. Αυτό το φιλόδοξο πρόγραμμα που συνίσταται στην κατασκευή φραγμάτων, δρόμων και σιδηροδρόμων, στη δημιουργία μονάδων άνθρακα και εξορυκτικών εγκαταστάσεων, έχει ως στόχο την προώθηση αυτού που το Πεκίνο ονομάζει «παγκόσμια συνδεσιμότητα». Ενώ αρχική επιδίωξή του ήταν η «σύνδεση» Ασίας και Ευρώπης, το 2015 το πρόγραμμα BRI ανοίχτηκε σε όλες τις χώρες του κόσμου, ώστε να πάψουν να υπάρχουν μόνο ένας ιμάντας επικοινωνίας και μόνο ένας δρόμος, αλλά να δημιουργηθούν πολλαπλές οδοί, περιλαμβανομένου και ενός «πολικού δρόμου του μεταξιού».
Και παρότι η κλίκα των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης χειροκροτούσε, κάποιοι άλλοι ήταν σκεπτικιστές. Ορισμένοι το είδαν ως απλώς έναν τρόπο εξαγωγής του προβλήματος της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας που αντιμετωπίζει η βαριά βιομηχανία της Κίνας, μέσω της παγίδευσης άλλων χωρών με δάνεια που απευθύνονται σε μαζικά προγράμματα έντασης κεφαλαίου. Η οργάνωση Focus on the Global South, στην οποία ανήκω, περιγράφει το BRI ως εξής:
«Μια αναχρονιστική μεταφορά στον 21ο αιώνα της τεχνοκρατικής καπιταλιστικής και αναπτυξιακής λογικής του κρατικού σοσιαλισμού που δημιούργησε το Φράγμα Χούβερ στις ΗΠΑ, τα μαζικά κατασκευαστικά προγράμματα στη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, το Φράγμα των Τριών Φαραγγιών στην Κίνα, το Φράγμα Ναρμάντα στην Ινδία και το Φράγμα Ναμ Θέουμ 2 στο Λάος. Όλα συνιστούν τεκμήρια αυτού που η Αρουντάτι Ρόι αποκαλεί «ασθένεια γιγαντισμού» της νεωτερικότητας».
Το 2019, πριν από την εμφάνιση του Covid-19, και παρά τον επιδεινούμενο εμπορικό πόλεμο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, δεν φαινόταν να υπάρχει εναλλακτική λύση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση.
Αυτή τη φορά όμως είναι τελείως διαφορετικά
Η οικονομική κρίση του 2008 δεν κατάφερε να φέρει το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Αντ’ αυτού, μια νέα φάση παγκοσμιοποίησης αναδύθηκε, η «συνδεσιμότητα». Αυτή η φάση όμως έληξε, με την καθιέρωση ορίων στις μετακινήσεις ανθρώπων και τις μεταφορές αγαθών. Και ενώ οι παγκόσμιες αλυσίδες ανεφοδιασμού διακόπηκαν, είτε οικειοθελώς είτε εκ των πραγμάτων, το μεγάλο ερώτημα είναι: τι θα πάρει τη θέση της παγκοσμιοποίησης/συνδεσιμότητας ως νέο «παράδειγμα»;
Οι κρίσεις δεν οδηγούν πάντα σε σημαίνουσες αλλαγές. Ο αποφασιστικός παράγοντας είναι ο τρόπος διάδρασης ή συνέργειας μεταξύ δύο στοιχείων, ενός αντικειμενικού -π.χ. μιας συστημικής κρίσης- και ενός υποκειμενικού, της ψυχολογικής αντίδρασης του κόσμου. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 ήταν μια βαθιά κρίση του καπιταλισμού αλλά το υποκειμενικό στοιχείο, η λαϊκή αποξένωση από το σύστημα, δεν είχε φτάσει σε σημείο καμπής. Ο κόσμος, εξαιτίας της ανάπτυξης που επέφεραν οι δανειοτοδοτούμενες καταναλωτικές δαπάνες τις δυο προηγούμενες δεκαετίες, υπέστη σοκ από την κρίση, χωρίς όμως να αποξενωθεί ουσιαστικά από το σύστημα, ούτε κατά τη διάρκειά της ούτε αμέσως μετά.
Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η δυσφορία και η αποξένωση από τον νεοφιλελευθερισμό ήταν ήδη πολύ μεγάλες στον Παγκόσμιο Βορρά και πριν από την εμφάνιση του κορωνοϊού, εξαιτίας της ανικανότητας των συστημικών ελίτ να αποτρέψουν την παρακμή και τις τεράστιες ανισότητες που δημιουργήθηκαν στα επίπεδα διαβίωσης τη θλιβερή δεκαετία που ακολούθησε την οικονομική κρίση. Στις ΗΠΑ, η περίοδος αυτή συνιστά για τον λαϊκό κόσμο μια περίοδο κατά την οποία οι ελίτ θεωρούσαν σημαντικότερη τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών από εκείνη των εκατομμυρίων χρεωκοπημένων νοικοκυριών ή από την καταπολέμηση της ευρείας κλίμακας ανεργίας. Ταυτόχρονα, σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, ειδικά στη Νότια και την Ανατολική, τα βιώματα του κόσμου από την τελευταία δεκαετία συνοψίζονται σε μια μόνο λέξη: λιτότητα.
Εν ολίγοις, η πανδημία έδειξε τα δόντια της μέσα σε ένα ήδη κλονισμένο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που πλήττεται από μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης.
Επομένως, το υποκειμενικό στοιχείο που είναι απαραίτητο για την αλλαγή, η κρίσιμη ψυχολογική μάζα, υπάρχει. Είναι ένας ανεμοστρόβιλος που περιμένει να τον θέσουμε στην υπηρεσία των πολιτικών δυνάμεων. Το ερώτημα είναι ποιος θα καταφέρει να τον δαμάσει. Το παγκόσμιο κατεστημένο θα προσπαθήσει, φυσικά, να επαναφέρει την «παλιά κανονικότητα». Αλλά υπάρχει πολύ μεγάλος θυμός, πολύ μεγάλη αγανάκτηση και ανασφάλεια. Και δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής στην προτέρα κατάσταση. Παρότι οι περισσότεροι βλέπουν τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται, οι μαζικές δημοσιονομικές και νομισματικές παρεμβάσεις των καπιταλιστικών κρατών το 2020 και το 2021, κατέδειξαν τι είναι εφικτό από ένα άλλο σύστημα που έχει διαφορετικές προτεραιότητες και αξίες.
Ο νεοφιλελευθερισμός πεθαίνει. Το μόνο ερώτημα είναι αν ο θάνατός του θα είναι γρήγορος ή «αργός», όπως ισχυρίζεται ο Ντάνι Ρόντρικ.
Ποιος θα ανεβεί στη ράχη της τίγρης;
Οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να ανταποκριθούν στην κούρσα για την αλλαγή του συστήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, η Αριστερά και η Ακροδεξιά. Οι προοδευτικές δυνάμεις έχουν επεξεργαστεί, τις τελευταίες δεκαετίες, πάρα πολλές καταπληκτικές ιδέες και μοντέλα για το πώς μπορούμε να μεταβούμε σε έναν αληθινό συστημικό μετασχηματισμό. Οι επεξεργασίες αυτές προχωρούν πέρα από τον αριστερό τεχνοκρατικό κεϋνσιανισμό που ταυτίζεται με τον Γιόζεφ Στίγκλιτς και τον Πωλ Κρούγκμαν. Κάποιες από αυτές τις πραγματικά ριζοσπαστικές εναλλακτικές είναι το Πράσινο New Deal, ο συμμετοχικός σοσιαλισμός, η αποανάπτυξη, η αποπαγκοσμιοποίηση, ο οικοφεμινισμός, η διατροφική κυριαρχία, και το “Buen Vivir” ή «Ευ Ζην».
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι στρατηγικές δεν έχουν ακόμη εξηγηθεί στις κρίσιμες μάζες. Επομένως, δεν έχουν ακόμη αγγίξει το έδαφος.
Η συνηθισμένη εξήγηση που δίνεται είναι ότι ο κόσμος «δεν είναι ακόμη έτοιμος να τις δεχτεί». Αλλά ίσως πιο αξιόπιστη να είναι η εξήγηση ότι ο περισσότερος κόσμος συνδέει ακόμη τα δυναμικά ρεύματα της Αριστεράς με την Κεντροαριστερά. Κάτω στο έδαφος, που είναι και αυτό που μας ενδιαφέρει, οι μάζες δεν είναι ακόμα σε θέση να ξεχωρίσουν αυτές τις στρατηγικές και τους υποστηρικτές τους από τους σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη και το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, που συμμάχησαν με το ανυπόληπτο σύστημα του νεοφιλελευθερισμού στον οποίο προσπάθησαν να προσδώσουν ένα «προοδευτικό» πρόσωπο. Για μεγάλα ποσοστά πολιτών, το πρόσωπο της Αριστεράς είναι ακόμη το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στη Γερμανία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη Γαλλία και το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, η ιστορία των οποίων δεν εμπνέει τον κόσμο, για να το πούμε μαλακά.
Εν συντομία, ο τεράστιος συμβιβασμός της Κεντροαριστεράς με τον νεοφιλελευθερισμό αμαύρωσε όλο το φάσμα των προοδευτικών δυνάμεων στο σύνολό τους, ακόμη κι αν η κριτική του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης γεννήθηκε στους κόλπους της μη συστημικής, μη κρατικής Αριστεράς τη δεκαετία του 1990 και του 2000. Η προσχώρηση στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα είναι μια θλιβερή κληρονομιά που πρέπει να παραμερίσουμε αποφασιστικά, αν θέλουμε οι προοδευτικές δυνάμεις να συνδεθούν με και να μετασχηματίσουν την περιρρέουσα οργή και αγανάκτηση των μαζών σε μια θετική, απελευθερωτική δύναμη.
Το πλεονέκτημα της Ακροδεξιάς
Δυστυχώς, σήμερα η Ακροδεξιά είναι σε πολύ καλύτερη θέση να επωφεληθεί από την παγκόσμια δυσφορία, γιατί ήδη πριν από την πανδημία, τα ακροδεξιά κόμματα λειτουργούσαν οπορτουνιστικά, τσιμπολογώντας στοιχεία από τις αντινεοφιλελεύθερες θέσεις και τα προγράμματα της ανεξάρτητης Αριστεράς -παραδείγματος χάριν, την κριτική κατά της παγκοσμιοποίησης, τη διεύρυνση του «κράτους πρόνοιας» και την ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία- τα οποία τοποθέτησαν στο δεξιό ιδεολογικό πλαίσιο.
Η Ευρώπη είδε τα κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς -μεταξύ αυτών, τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, το Λαϊκό Κόμμα Δανίας, το αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας, το Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία- να εγκαταλείπουν, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, μέρος των παλαιών προγραμμάτων του νεοφιλελευθερισμού υπέρ της απελευθέρωσης και της μείωσης της φορολογίας, τα οποία είχαν στηρίξει, και να ισχυρίζονται ότι τάσσονται υπέρ του κράτους πρόνοιας και υπέρ της ενίσχυσης της προστασίας της οικονομίας από τις διεθνείς δεσμεύσεις, αποκλειστικά όμως προς όφελος όσων έχουν το «σωστό χρώμα δέρματος», το «σωστό πολιτισμικό υπόβαθρο», τη «σωστή εθνοτική καταγωγή», το «σωστό θρήσκευμα». Πρόκειται στην ουσία για την παλιά «εθνικοσοσιαλιστική» συνταγή που λειτουργεί συμπεριληπτικά ως προς τις τάξεις, αλλά ενέχει αποκλεισμούς με βάση φυλετικά και πολιτισμικά κριτήρια. Η συνταγή αυτή, δυστυχώς, λειτουργεί στους ταραγμένους καιρούς μας, όπως αποδείχθηκε από το αναπάντεχο νήμα των εκλογικών επιτυχιών της Ακροδεξιάς, η οποία υφάρπαξε μεγάλα τμήματα της εργατικής βάσης της Σοσιαλδημοκρατίας.
Και, βεβαίως, όσον αφορά στο κλίμα, τα δεξιά κόμματα και καθεστώτα υπόσχονται μόνο καταστροφή, όπως αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα που είχαν, σε παγκόσμια κλίμακα οι πολιτικές για το κλίμα που εφάρμοσε -επί τέσσερα χρόνια και πλέον- ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας από τους αρνητές της θεωρίας της κλιματικής αλλαγής. Τα κόμματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς μπορεί να είναι λίγο πιο προσεκτικά όταν μιλούν για το κλίμα, εξαιτίας μιας ευρύτερης λαϊκής συναίνεσης για το κλίμα, αλλά να είστε βέβαιοι/ες ότι δεν θεωρούν τη διάσωσή του προτεραιότητα.
Αφού οι ΗΠΑ είναι το «βαρύ πυροβολικό» της παγκόσμιας πολιτικής, ο αποκαλούμενος «ηγέτης του Ελεύθερου Κόσμου», ας πω λίγα λόγια σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις εκεί. Η κατάληψη του Καπιτολίου πριν από τέσσερις μήμες, στις 6 Ιανουαρίου, υπογραμμίζει τη μαζική απειλή που συνιστά η Ακροδεξιά, η οποία ηγεμονεύει αυτή τη στιγμή στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που άλλοτε ήταν ένα κεντροδεξιό κόμμα.
Το πιο σοκαριστικό σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές στις ΗΠΑ, είναι ότι το 47,2% του εκλογικού σώματος ψήφισε τον Τραμπ παρά τη παταγώδη ανικανότητά του να διαχειριστεί την πανδημία, παρά τα ψέμματά του, την άρνησή του απέναντι στην επιστήμη, την εριστικότητά του, τον κραυγαλέο τρόπο με τον οποίο υπέθαλπε εθνικιστικές ομάδες λευκών σαν την Κου Κλουξ Κλαν και τα Περήφανα Αγόρια (Proud Boys). Το 2020 ψήφισαν πάνω από 11 εκατομμύρια παραπάνω άνθρωποι υπέρ του Τραμπ, σε σχέση με το 2016.
Το 57% των λευκών ψηφοφόρων (56% γυναίκες, 58% άνδρες) ψήφισαν Τραμπ. Η αλληλεγγύη μεταξύ των λευκών είναι σε άνοδο και, πιο πολύ και από την αντίθεση στη φορολογία ή στις αμβλώσεις και την πλήρη υπεράσπιση της αγοράς, αποτελεί πλέον το διακριτό στοιχείο της ιδεολογίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Πράγματι, ακόμα και πριν από τον Τραμπ, η στήριξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τους λευκούς, ήταν συντριπτική.
Αυτό που κατάφερε ο Τραμπ τα τελευταία χρόνια ως πρόεδρος, δεν ήταν τόσο η αλλαγή μιας ήδη φυλετικά πολωμένης εκλογικής αρένας, αλλά η κινητοποίηση της ρατσιστικής και φασιστικής της βάσης, ώστε να κυριαρχήσει πλήρως στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Εδώ ακριβώς έγκειται ο κίνδυνος σήμερα: στη δυνατότητα κινητοποίησης των νεοφασιστών από ένα κόμμα που τάσσεται υπέρ της κυριαρχίας των λευκών, που αποτελείται από λευκούς, που γνωρίζει μια σχετική εκλογική αποδυνάμωση και έχει να αντιμετωπίσει κι άλλες εκλογικές αποτυχίες εξαιτίας της απώλειας της δημογραφικής του ηγεμονίας.
Παρά το γεγονός ότι η πολιτική εξουσία στις ΗΠΑ είναι στα χέρια του Προέδρου Τζο Μπάιντεν και του Δημοκρατικού Κόμματος, η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχει στη χώρα μια κατάσταση άρρητου εμφυλίου πολέμου, όπου το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι πλέον το κόμμα της λευκής κυριαρχίας, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρείται κόμμα των έγχρωμων.
Μήπως οι εξελίξεις στις ΗΠΑ προμηνύουν το μέλλον της Ευρώπης;
…. αλλά ας μην ξεχνάμε την Αριστερά
Θα ήμασταν ανόητοι αν ξεχνούσαμε την Αριστερά. Η Ιστορία έχει μια σύνθετη διαλεκτική κίνηση, και υπάρχουν συχνά απρόσμενες εξελίξεις που ανοίγουν ευκαιρίες για όσους είναι αρκετά τολμηροί να τις αρπάξουν, να σκεφτούν έξω από κουτιά, και πρόθυμοι να καβαλήσουν την τίγρη τη στιγμή της απρόβλεπτης πορείας της προς την εξουσία. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στην Αριστερά, ειδικά στη νέα γενιά. Με αυτή την αφορμή, θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου επαναλαμβάνοντας την αξέχαστη φράση του Αντόνιο Γκράμσι: «Η απαισιοδοξία της γνώσης και η αισιοδοξία της βούλησης».
Σας ευχαριστώ πολύ!